No example of a barter economy, pure and simple, has ever been described, let alone the emergence from it of money; all available ethnography suggests that there never has been such a thing Caroline Humphrey, Barter and Economic Disintegration (1985)

Αναλύοντας τον Καποδίστρια: μια συγκριτική αποτίμηση του νομισματικού του έργου

Πρώτη δημοσίευση στο SLPress.gr

Οι πρόσφατες αναφορές στον «δικτάτορα» Ιωάννη Καποδίστρια και τον «υψηλό μισθό» του, έφεραν στο προσκήνιο το εξής παράδοξο: να έχει ανατεθεί ο εορτασμός των 200 χρόνων της Επανάστασης του ’21 σε «επιστήμονες», η καριέρα των οποίων συνίσταται στην αποδόμηση ακριβώς της Επανάστασης αυτής. Σαν να είχε αναθέσει το Σοβιετικό πολίτμπιρο τον εορτασμό της Επανάστασης του 1917 στον Μίλτον Φρίντμαν και την Άυν Ραντ.

Σε έναν καφέ που είχα πιει πριν τρία χρόνια με ένα από τα μέλη της Επιτροπής (στο καφέ «Βιβλιοθήκη» στο Κολωνάκι... που αλλού;) με είχε συμβουλέψει με απογοήτευση: «Κύριε Μπούνταλη καλά είστε στην Γαλλία. Μείνετε εκεί και μη κοιτάτε πίσω». Λες και η Ελλάδα είναι μια γάγγραινα που έπρεπε να ακρωτηριάσω. Πώς μπορείς να τιμήσεις κάτι που δεν αγαπάς;

Πράγματι, στις μέχρι τώρα ανακοινώσεις της Επιτροπής δεν διαφαίνεται πουθενά η αγάπη. Οι αποδομητές θα υποστηρίξουν ότι η ψυχρή απομυθοποίηση της Επαναστατικής περιόδου είναι μια ορθολογική διαδικασία χρήσιμη για την άντληση μαθημάτων για το μέλλον. Όμως δεν μας εξηγούν τι χρησιμότητα έχουν τα όποια μαθήματα αν η διαδικασία μας οδηγήσει στην συλλογική κατάθλιψη. Η διαδικασία που προτείνουν ισοδυναμεί με το να σου ανακοινώνουν ότι ο αγαπημένος σου πατέρας ήταν ένα κάθαρμα. Αν ήταν, έστω! Αν όμως δεν ήταν; Αν η μνήμη του φονεύεται με ψεύδη ακόμη και μετά τον θάνατό του;

Επειδή λοιπόν πολλοί «ορθολογικοί» αποδομητές σκουπίζουν τα πόδια του σε τάφους ηρώων διενεργώντας μια φαινομενικώς αντικειμενική ανάλυση της ιστορίας, ας εφαρμόσουμε την μέθοδό τους στο υποκείμενο που τελευταίως αγάπησαν να μισούν, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ας τον αναλύσουμε ψυχρά και αντικειμενικά. Στην πολιτική και διπλωματική του ιδιοφυΐα έχουν αναφερθεί άλλοι, που κατέχουν το αντικείμενο πολύ καλύτερα από μένα. Στην αυτοθυσία, την αφιλοκέρδεια και την ευλάβεια του, επίσης. Από πλευράς μου, θα σχολιάσω το μνημειώδες έργο του σε έναν στενό αλλά κρίσιμο τομέα, εκείνον της νομισματικής πολιτικής.

Άμα τη αφίξει του τον Ιανουάριο του 1828, ο Καποδίστριας εισήγαγε και υλοποίησε με ανεπανάληπτη ταχύτητα νέους θεσμούς, μεταξύ των οποίων Κρατική Τράπεζα και Νομισματοκοπείο. Και ο χαρακτηρισμός «ανεπανάληπτη» δε αποτελεί σχήμα λόγου.

Το ψήφισμα Περί Συστάσεως της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζηςi εκδόθηκε στις 2/2/1828, σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες από την άφιξή του στην Αίγινα, ενώ αμέσως ξεκίνησε η έκδοση «μετοχών», με πρώτο «μέτοχο» (ουσιαστικά δωρητή) τον ίδιο (για 1000 δίστηλα) και την ακολουθία του (για 1200 δίστηλα). Η δε πρότασή του για εθνικό νόμισμα κατετέθη στο Πανελλήνιον τον Απρίλιο του 1828, τα μηχανήματα του νομισματοκοπείου έφτασαν τον Νοέμβριο και τα πρώτα δοκίμια κόπηκαν στα τέλη Ιουνίου του 1829. Οι πρώτοι χάρτινοι Φοίνικες θα εκτυπώνονταν τον Ιούλιο του 1831 (Μπούνταλης 2016, κεφ. 3).

Ως μέτρο σύγκρισης αποτελεσματικότητας, η βαυαροκρατία θα χρειαζόταν τρία χρόνια απλώς και μόνον για την ίδρυση του Βασιλικού Νομισματοκοπείου (1836), ενώ οι παλινωδίες που θα οδηγούσαν στην ίδρυση της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος θα καθυστερούσαν εννέα ολόκληρα χρόνια την έναρξη λειτουργίας της, που πραγματοποιήθηκε στις 22/1/1842. Και αυτό διότι δεν ιδρύθηκε ως αμιγώς κρατική τράπεζα, αλλά ως Προνομιούχος Ανώνυμη Εταιρεία, για το προνόμιο της οποίας έριζαν πολλές ιδιωτικές κοινοπραξίες (Μπούνταλης 2016, κεφ. 4 & 6).

Να αναφέρουμε δε ότι το Βασιλικό Νομισματοκοπείο θα υπολειτουργούσε σε όλη την διάρκεια λειτουργίας του, και ότι χαρτονομίσματα δεν θα εκτύπωνε ποτέ. Από το μεν νομισματοκοπείο του Καποδίστρια κόπηκαν νομίσματα συνολικής αξίας 813.492,55 φοινίκων (αξίας περίπου 135.582 διστήλων, ή 27,9 χιλ. στερλινών). Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του Ν. Βασιλόπουλου (1983, 30, 33), κατά την εικοσαετία 1836–1857 κόπηκαν επί Όθωνος περί τα 1,9 εκ. δραχμές σε χαλκονομίσματα, αξίας 66,7 χιλ. στερλινών και σχεδόν καθόλου αργυρά ή χρυσά (Μπούνταλης 2016, Πίνακας 25.13). Δηλαδή οι κοπές μιας ολόκληρης εικοσαετίας της βαυαροκρατίας είναι μόλις 140% περισσότερες από την παραγωγή του καποδιστριακού νομισματοκοπείου στα τριάμισι μόλις χρόνια λειτουργίας του (μέχρι τον Δεκέμβριο του 1833).

Δεν είναι τυχαίο που τουρκικά και ευρωπαϊκά νομίσματα θα κυκλοφορούσαν για δεκαετίες ακόμα: δραχμικά κέρματα δεν υπήρχαν διότι καμία κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό. Το 1855, ο Υπ. Οικονομικών της Κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, Περικλής Αργυρόπουλος, αναγνώρισε ότι τα τουρκικά νομίσματα «ἐπλημμύρησαν ἀπανταχοῦ, καὶ ἰδίως εἰς τὴν πρωτεύουσαν» και κατέθεσε νομοσχέδιο που έκανε δεκτά κάποια από αυτά στα δημόσια ταμεία.ii Ο δε Κοκκινάκης αναφέρει προβλήματα στην προμήθεια ψωμιού από την χρήση τουρκικών νομισμάτων στην αγορά της Σύρου τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 1879 (Κοκκινάκης 1999, 121–23, 126–27). Ο Παπαδιαμάντης στον «Αμερικάνο» (1891) μας λέει ότι «τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα». Και δύο δεκαετίες αργότερα, στο «Γράμμα στην Αμερική» (1910) αναφέρεται στον «εμπορορράπτη» ο οποίος όταν «εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40» (Μπούνταλης 2016, 76–77).

Με άλλα λόγια, το νομισματικό έργο του Καποδίστρια ήταν ανεπανάληπτο διότι απλούστατα δεν επαναλήφθηκε σε εύρος, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα από καμία μεταγενέστερη κυβέρνηση. Με εξαίρεση το σύντομο διάλειμμα του Βασιλικού Νομισματοκοπείου (1836-1857), η Ελλάδα θα παρέμενε χωρίς ίδρυμα κοπής μεταλλικών νομισμάτων και εκτυπώσεως χαρτονομισμάτων για περίπου έναν αιώνα, μέχρι την ίδρυση του Νομισματοκοπείου του Χολαργού το 1938 (Ίδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών της ΤτΕ). Έτσι, για πάνω από έναν αιώνα τα ελληνικά νομίσματα θα κόβονταν από ξένα νομισματοκοπεία, και τα ελληνικά χαρτονομίσματα και τραπεζογραμμάτια θα εκτυπώνονταν από ξένα τυπογραφεία. Μόλις το 1954 θα εκτυπωνόταν η πρώτη πλήρης σειρά τραπεζογραμματίων στον Χολαργό (Νοταράς 2005, 327, 348), 123 χρόνια μετά τους χάρτινους Φοίνικες του Καποδίστρια, και μόλις το 1972 θα κόβονταν τα πρώτα ελληνικά μεταλλικά νομίσματα επί ελληνικού εδάφους, μετά τις τελευταίες Οθωνικές κοπές (Βασιλόπουλος 1983, 165).

Το όλο επίτευγμα καθίσταται ακόμη πιο εντυπωσιακό εάν συνυπολογίσουμε ότι ο Καποδίστριας κυβερνούσε ένα κράτος σχεδόν ανύπαρκτο, σε εμπόλεμη κατάσταση, με ξένα στρατεύματα στην επικράτειά του (ο Ιμπραήμ θα αποχωρούσε από την Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1828 κατόπιν της εκστρατείας του Μαιζόν), και στασιαστές να κηρύττουν εξεγέρσεις (βλ. Μαυρομιχαλαίους στην Μάνη) και να ανατινάσσουν πλοία (βλ. την ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα» από τον Ανδρέα Μιαούλη τον Αύγουστο του 1831).

Δυστυχώς, το έργο αυτό έμεινε ημιτελές· το πρόωρο τέλος του «μπάρμπα Γιάννη» όπως τον αποκαλούσε ο λαός, και η έλευση της Βαυαροκρατίας κατεδάφισαν όλους τους υπάρχοντες νομισματικούς θεσμούς του νεαρού κράτους. Με διάταγμα της 29/1/1833, η ευρισκόμενη ακόμη στο Ναύπλιο αντιβασιλεία διέταξε την Γραμματεία της Οικονομίας να προβεί στην άμεσο διακοπή κάθε κοπής νομίσματος. Η διαταγή προωθήθηκε στον Έφορο του Νομισματοκοπείου, Νικόλαο Λεβίδη, στην Αίγινα, ο οποίος στις 2/12/1833 ανακοίνωσε ότι είχε προβεί στην απόλυση των υπαλλήλων και στην έναρξη της απογραφής (Δημακόπουλος 1978, 86–87). Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαταγή αυτή είναι εντελώς περιφραστική, αναφερόμενη σε «ἐκτύπωσι ἐλληνικῶν νομισμάτων […] λεπτῶν ἀπλῶν […] διπλῶν […] πενταπλασίων […] δεκαπλασίων […] εἰκοσαπλασίων», χωρίς πουθενά δεν αναφέρονται ρητώς οι λέξεις «Εθνικό Νομισματοκοπείο» ή «φοίνικες»· φαίνεται ότι η Αντιβασιλεία δεν ήθελε να αναγνωρίσει τους Καποδιστριακούς θεσμούς ούτε καν δι’ απλής αναφοράς.

Όσο για την ΕΧΤ, αυτή έπαψε να λειτουργεί κάποια στιγμή το 1834, πριν από την εκπνοή της πενταετούς προθεσμίας της (ορισμένη για την 1/4/1835). Όπως φαίνεται, αυτό δεν ήταν κάτι που αποφασίσθηκε και ανακοινώθηκε επισήμως—κανένα σχετικό ΦΕΚ δεν κατάφερα να εντοπίσω—αλλά κάτι που απλώς συνέβη και το οποίο οι κρατικές υπηρεσίες κάποια στιγμή διαπίστωσαν σε εσωτερική αλληλογραφία.iii Όπως φαίνεται, η Βαυαρική διοίκηση δεν είχε καμία πρόθεση να αναγνωρίσει ρητώς τους θεσμούς της Καποδιστριακής διοίκησης, ούτε καν καταργώντας τους επισήμως· η Ελληνική Πολιτεία εν γένει αντιμετωπιζόταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Παρά τις κάποιες απρονοησίες και ελλείψεις στο θεσμικό του πλαίσιο, το νομισματικό έργο του Καποδίστρια εισήγαγε επαναστατικές καινοτομίες, όπως την εισαγωγή κρατικού, άτοκου χαρτονομίσματος, το σύνηθες ανάθεμα μονεταριστών και οπαδών της Αυστριακής Σχολής.

Παραλλήλως, είναι και ελλιπώς μελετημένο, με το σύνολο σχεδόν της έρευνας να έχει διενεργηθεί από ιδιώτες ερευνητές, όπως ο γράφων, και όχι από τα δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα. Το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου, βασισμένο στο κεφ. 3 του βιβλίου μου «Το Χρήμα στην Ελλάδα», βασίσθηκε σε δημοσιευμένα επίσημα και ανεπίσημα έγγραφα (Επιστολαί, Γενική Εφημερίς της Ελλάδος κλπ), όμως πληθώρα πληροφοριών κρύβεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Οι αποδελτιώσεις που διενήργησε ο Ν. Χ. Τρεμπέλλας για την έκδοση επετειακού τόμου ενόψει της εκατονταετηρίδας της ΕΤΕ, έμειναν ανεκμετάλλευτες λόγω του ξεσπάσματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου· σήμερα απόκεινται στο ΙΑΕΤΕ. Από την απλή και μόνο ανάγνωση αυτών των αποδελτιώσεων αποκόμισα αρκετά οφέλη κατά την συγγραφή του παρόντος κεφαλαίου, όμως αισθάνομαι ότι δεν έξυσα παρά την επιφάνεια. Δυστυχώς, η εις βάθος αναδίφηση στα αρχεία αυτά ξεφεύγει από τους περιορισμούς χώρου ενός κεφαλαίου και τους χρονικούς περιορισμούς ενός μόνο ερευνητή. Θέλω να ελπίζω ότι αυτό το κεφάλαιο αποτελεί ικανό έναυσμα για την αξιοποίηση αυτού του πολύτιμου υλικού.

Ίσως κάποιο από τα μέλη της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» το αναθέσει ως θέμα διδακτορικής διατριβής, ή έστω ενός Μάστερ, ή μιας Διπλωματικής. Τόσοι ακαδημαϊκοί στελεχώνουν αυτήν την Επιτροπή άλλωστε... Τι καλύτερος τρόπος να δείξουν έμπρακτα την αγάπη τους για την Επανάσταση;

 

Βιβλιογραφία

Βασιλόπουλος, Νίκος. 1983. Η Νομισματική Ιστορία Της Δραχμής – 150 Χρόνια Δραχμής. Αθήνα: Ελληνικό Νόμισμα.

Δημακόπουλος, Γεώργιος Δ. 1978. ‘Το Εθνικόν Νομισματοκοπείον Της Ελλάδος’. Πελοποννησιακά 8: 1–96.

Κοκκινάκης, Ιωάννης. 1999. Νόμισμα Και Πολιτική Στην Ελλάδα – 1830-1910. Αθήνα: Ένωση Ελληνικών Τραπεζών – Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Μπούνταλης, Αθανάσιος K. 2016. Το Χρήμα Στην Ελλάδα 1821-2001. Η Ιστορία Ενός Θεσμού. MIG Publishing.

Νοταράς, Γεράσιμος. 2005. Το Ελληνικό Χαρτονόμισμα - Μια Διαδρομή - 1822-2002. Αθήνα: ΙΑΕΤΕ.

 

Υποσημειώσεις

1 Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 2/2/1828. Ψήφισμα Ζʹ, Ελληνική Πολιτεία Αριθ. 105

2 Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής. 23/5/1855, Δʹ Περίοδος, Βʹ Σύνοδος, Συνεδρίαση ΝΗʹ.

3 Γραμματεία Εκκλησιαστικών προς Γραμματεία Εσωτερικών, Έγγραφο 5037 της 27/8/1834 και απάντηση της 10/9/1834). Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχείο Γραμματείας / Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, σειρά 1, φάκελος 858 (http://arxeiomnimon.gak.gr/search/resource.html?tab=tab02&id=522979).

Add new comment