As a rule, political economists of the present day do not take the trouble to study the history of money; it is much easier to imagine it and deduce the principles of this imaginary knowledge Alaxander del Mar, A History of monetary systems (1901)

Τα capital controls τότε και τώρα: από το 1914 στο 2015

Τα πρόσφατα μέτρα περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων, παρότι προκάλεσαν σοκ στους απλούς καταθέτες και φρέναραν την οικονομική δραστηριότητα – ένεκα της υπερεξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές – δεν αποτελούν κάτι μοναδικό στην νομισματική ιστορία. Αντιθέτως, η παρούσα κατάσταση απότέλεσε τον κανόνα για σημαντικές περιόδους της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας. Εδώ θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, από ένα περιστατικό που συνέβη πριν από έναν αιώνα: την «προστασία του συναλλάγματος» και το «Συνδικάτο Τραπεζών».

Λίγο μετά την δολοφονία του Αρχιδούκα Franz Ferdinand της Αυστρίας στο Σαράγεβο (28/6/1914), τα σύννεφα του πολέμου σκέπασαν και πάλι την Ευρώπη. Το ξέσπασμα του ΑΠΠ έθεσε σε τροχιά υποχώρησης των οικονομικό φιλελευθερισμό των περασμένων δεκαετιών, κάτι που εκφράσθηκε και με την ανάληψη του νομισματικού ελέγχου που είχαν εκχωρήσει στο παρελθόν τα κράτη στις αγορές.

Ο «Έλεγχος Συναλλάγματος»

Μαζί με το κλείσιμο των διεθνών χρηματιστηρίων που προκάλεσε το ξέσπασμα του πολέμου, εκδόθηκαν τρία ΒΔ στις 21/7/1914 με έντονα προστατευτικό χαρακτήρα, αντιπροσωπευτικού του τεταμένου κλίματος της εποχής.1 Το πρώτο ανέστειλε μέχρι τις 31/8 την υποχρέωση των τραπεζών να αποδίδουν στους καταθέτες τα χρήματά τους (πλην των ταμιευτηρίων, για αναλήψεις έως 50 δρχ ανά 15 ημέρες). Το δεύτερο απαγόρευε την εξαγωγή από την χώρα χρυσού (σε νομίσματα ή ράβδους) και γαιανθράκων. Το τρίτο επεξέτεινε το νομισματικό σύστημα της Ελλάδας στις νέες χώρες (άρ. 1), δημοσίευσε διατίμηση για τα υπάρχοντα σε αυτές τουρκικά νομίσματα (άρ. 2) και ανέστειλε μέχρι τις 31/8 το εδάφιο β' του άρθρου 8 του ν. ΓΧΜΒ'. Με άλλα λόγια, η πληρωμή των κρατικών οφειλών σε χρυσά νομίσματα απαγορεύθηκε. Ένα πολύ βασικό τμήμα του νόμου ͵ΓΧΜΒ' ανακλήθηκε, έστω και προσωρινά, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ψήφισή του και η Ελλάδα απομακρύνθηκε ακόμη και τυπικώς από τον δεδηλωμένο στόχο της άρσεως της αναγκαστικής κυκλοφορίας.

Η απαγόρευση αυτή επανήλθε λίγο πριν την επίσημη έξοδο της Ελλάδας στον ΑΠΠ (15/6/1917). Υπό τις πιέσεις του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης», του Βενιζέλου και του συμμαχικού αποκλεισμού, ο Κωνσταντίνος διέταξε με ΒΔ της 11/5/1917 την νέα αναστολή εφαρμογής του συγκεκριμένου εδαφίου. Παρά την εκδίωξή του (29/5(11/6)/1917), η «Βουλή των Λαζάρων» που ανέλαβε την εξουσία κύρωσε το παραπάνω διάταγμα,2 απαγορεύοντας παράλληλα και την διάθεση του μεταλλικού των τραπεζών άνευ της αδείας του Υπουργού Οικονομικών.

Τα προστατευτικά μέτρα συνεχίσθηκαν με την υπαγωγή στον έλεγχο του Υπ. Οικονομικών (μέχρις απαγορεύσεως) οποιασδήποτε αγοραπωλησίας συναλλάγματος στο εξωτερικό, καθώς και οποιασδήποτε μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό (επιταγών, τηλεγραφικών και ταχυδρομικών εντολών, πιστοχρεώσεων λογαριασμών, κλπ). Απαγορεύτηκε επίσης στις τράπεζες η μετατροπή των καταθέσεων συναλλάγματος σε δραχμικές, με σκοπό την τοποθέτησή τους στο εξωτερικό.3 Με αυτό το ΒΔ και ένα πλέγμα τροποποιητικών νόμων και διαταγμάτων4 εγκαθιδρύθηκε ο λεγόμενος «Έλεγχος Συναλλάγματος», ο οποίος θα διαρκούσε μέχρι τον Ιούλιο του 1920.5

Σκοπός του Ελέγχου ήταν η παρεμπόδιση της εξαγωγής συναλλάγματος για κερδοσκοπία, όχι όμως για αγορές εμπορευμάτων. Όμως τα μέτρα αυτά δεν ήταν αρκετά για να διακόψουν την εκροή συναλλάγματος, καθώς έμποροι, τράπεζες και κερδοσκόποι έβρισκαν τρόπους να τα παρακάμπτουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το άνοιγμα credits confirmés6 σε συνάλλαγμα για υποτιθέμενη εισαγωγή εμπορευμάτων. Ο δανειστής αγόραζε κάποιο ποσό σε συνάλλαγμα σε συγκεκριμένη ισοτιμία, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιούσε και το επέστρεφε στην λήξη της περιόδου στην τράπεζα. Καθώς το συνάλλαγμα είχε εν τω μεταξύ ανατιμηθεί, ο δανειστής κέρδιζε από την συναλλαγματική διαφορά (Σπουργίτης 1924a). Τέρμα στην πρακτική αυτή προσπάθησε να μπει με μια από τις προβλέψεις του ΒΔ της 17/9/1919 (άρθρο 8), όμως το κράτος ήταν καταδικασμένο να βρίσκεται ένα βήμα πίσω από τους κερδοσκόπους λόγω της διστακτικότητας και της αποσπασματικότητας με την οποία έκλεινε τα παραθυράκια που επέτρεπαν την κερδοσκοπία.

Το Συνδικάτο Τραπεζών

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις βρέθηκαν σε δεινή θέση. Εξέλιπε πλέον μια προσωπικότητα του κύρους του Βενιζέλου που θα μπορούσε να συνδιαλεγεί ισότιμα με τους συμμάχους και από θέσεως ισχύος με την ΕΤΕ. Επιπλέον, η επάνοδος του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου ήταν η κατάλληλη δικαιολογία για τους συμμάχους να παγώσουν τις πιστώσεις προς την Ελλάδα. Καθώς η τελευταία αυτή ελπίδα για διατήρηση της αξίας της δραχμής εξανεμιζόταν, η δραχμή κατέρρεε σε σχέσει με τα άλλα νομίσματα. Αναμένοντας την λήξη των διαπραγματεύσεων για το θέμα των συμμαχικών πιστώσεων η κυβέρνηση κατέφυγε στον δανεισμό από την ΕΤΕ που ουσιαστικά αποτελούσε έκδοση νέου χρήματος. Έτσι, τον Μάρτιο του 1921 ανακοινώθηκε η έκδοση 550 εκ. δρχ.7

Συνέπεια του παραπάνω ήταν η περαιτέρω υποτίμηση της δραχμής. Με το δολάριο να έχει ξεπεράσει το τριπλάσιο ως προς το άρτιο τον Μάιο του 1921 (μέση τιμή μηνός: 17,012 δρχ), με τα συναλλαγματικά αποθέματα να έχουν εξαντληθεί και με τις πολεμικές επιχειρήσεις να συνεχίζονται, έγινε ακόμη μια απόπειρα ελέγχου του συναλλάγματος. Αυτήν την φορά ανατέθηκε στο «Συνδικάτο Τραπεζών» που συστήθηκε με ειδικό νόμο8 και μέσω του οποίου θα γινόταν κάθε αγοραπωλησία συναλλάγματος με το εξωτερικό. Πρόεδρος του Γεν. Συμβουλίου του Συνδικάτου οριζόταν ο Υπ. Οικονομικών ή Εθνικής Οικονομίας ενώ οριζόταν και μια τετραμελής επιτροπή στην οποία θα συμμετείχε ένας αντιπρόσωπος της κυβέρνησης και ένας αντιπρόσωπος της ΕΤΕ. Πρώτα μέλη του ορίσθηκαν η ΕΤΕ, η Τράπεζα Αθηνών, η Τράπεζα Ανατολής και η Ionian,9 ενώ αργότερα προστέθηκαν άλλες 18 τράπεζες και τρεις ιδιώτες.10 Με κατοπινά ΒΔ εξειδικεύθηκαν διάφορες απαγορεύσεις καθώς και περιορισμοί στις πράξεις συναλλάγματος που θα μπορούσαν να γίνουν εκτός Συνδικάτου,11 ενώ με ΒΔ της 9/9/192112 απαγορεύθηκε κάθε αγοραπωλησία ξένων τραπεζογραμματίων και χαρτονομισμάτων εκτός του Συνδικάτου.

Το Συνδικάτο Τραπεζών ήταν μια τραπεζιτική κοινοπραξία υπό τυπική κρατική εποπτεία και εφοδιασμένη με το κρατικό μονοπώλιο της διενέργειας πράξεων συναλλάγματος. Έτσι, από την σύλληψή του υπέφερε από την ίδια αντίφαση που ταλάνιζε την εφαρμογή του ν. ͵ΓΧΜΒ'· επιχειρούσε τον σφιχτό κρατικό έλεγχο του χρήματος εκχωρώντας την πραγματοποίηση αυτού του ελέγχου του σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και επιτρέποντας ταυτοχρόνως την λειτουργία μιας παράλληλης αγοράς συναλλάγματος ανταγωνιστικής της επίσημης.

Λεπτομέρειες για την λειτουργία του Συνδικάτου παραθέτει εκ των έσω ο Αναστάσιος Σπουργίτης, διευθυντής της Τράπεζας Εθνικής Οικονομίας, μέλους του Συνδικάτου. Το Συνδικάτο είχε ένα αρχικό κεφάλαιο 1,5 εκ. στερλινών που συνεισέφεραν οι συμμετέχουσες σε αυτό τράπεζες. Κάθε τράπεζα διενεργούσε αγοραπωλησίες συναλλάγματος στις θυρίδες της για λογαριασμό του Συνδικάτου, σε τιμές που είχε αποφασίσει το Συνδικάτο, και πιστοχρεώνοντας αυτό για τις αγοραπωλησίες. Οι λεπτομέρειες της λειτουργίας του Συνδικάτου Τραπεζών δεν ήταν εξ' αρχής ξεκάθαρες, με αποτέλεσμα να δημοσιευθούν διαδοχικές εγκύκλιοι και διατάγματα, που ακολουθήθηκαν από έναν κανονισμό, ή «οργανισμό», που δακτυλογραφήθηκε από την ΕΤΕ, αλλά που ποτέ δεν επικυρώθηκε με ΒΔ. Κατά την διήγηση του Σπουργίτη, κατά την έναρξη των εργασιών του το Συνδικάτο αγόραζε την στερλίνα προς 61 δρχ και την πωλούσε προς 62, όμως η τιμή στην αγορά ήταν σταθερά μεγαλύτερη. Έτσι, όλοι προτιμούσαν να αγοράζουν συνάλλαγμα από αυτό αλλά όχι να του το πωλούν. Κάθε φορά που το Συνδικάτο ανέβαζε την ισοτιμία για να προλάβει την αγορά, η αγορά ανταποκρινόταν με πανικό και ανέβαζε την δική της ισοτιμία ακόμη περισσότερο. Στις 26/4/1922 τα αποθέματά του εξαντλήθηκαν, μέρα κατά την οποία διαπραγματευόταν την στερλίνα μεταξύ 104 και 105 δρχ, ενώ στην αγορά είχε ανέβει στις 165 δρχ. Μετά από συζητήσεις, η κυβέρνηση αποφάσισε την ενίσχυση του Συνδικάτου με 1 εκ. στερλίνες. Η ΕΤΕ συνέβαλλε άλλες 200 χιλιάδες και οι άλλες τράπεζες άλλες 150 χιλιάδες. Στις 10/6/1922 η νέα τιμή της στερλίνας ορίσθηκε στις 138 με 140 δρχ, και πάλι πολύ χαμηλότερα από την αγοραία (Σπουργίτης 1924b). Αλλά και αυτό το ποσόν εξαντλήθηκε σε ελάχιστο χρόνο (Κωστής 2003, 155–156).

Ο Σπουργίτης (1924c) άσκησε δριμεία κριτική στο Συνδικάτο Τραπεζών. Κατά την άποψή του, σκοπός του ήταν διττός: αφενός η περιστολή απώλειας συναλλάγματος με την περιορισμένη παραχώρησή του για εισαγωγές, και αφετέρου η αύξηση του εισπραττομένου συναλλάγματος μέσω της υποχρέωσης που επέβαλλε στους εξαγωγείς να πωλούν ό,τι συνάλλαγμα εισέπρατταν στις επίσημες – χαμηλές – τιμές. Έτσι, αντί να αποφασισθεί ο απλός περιορισμός εισαγωγών για συγκεκριμένα είδη, δημιουργήθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα που υπερέβαινε κατά πολύ τις δυνατότητες του Συνδικάτου. Κατακλυσμένο από πλήθος αιτημάτων, ερωτήσεων και δικαιολογητικών που δεν μπορούσε να επεξεργασθεί στις 3-4 ώρες που συνεδρίαζε καθημερινώς, χωρίς επαρκή στατιστική παρακολούθηση εμπορευμάτων και χωρίς δυνατότητα διασταυρώσεως των αιτημάτων των εμπόρων, η επιτροπή εγκρίσεων δεν έμπαινε στην ουσία των αιτημάτων: «Αἰ διαθέσιμοι ὥραι δὲν ἐπήρκουν ὅπως ἕκαστον μέλος ρίψῃ ἕν τροχάδην βλέμμα ἐπὶ τῶν αἰτήσεων, πολλῷ μᾶλλον ὅπως ἐλέγξῃ τὰ σχετικὰ δικαιολογητικὰ». Έτσι, αντί το Συνδικάτο να επιτύχει την εξοικονόμηση συναλλάγματος από την επιλεκτική εισαγωγή εμπορευμάτων, κατέληξε σε οριζόντιες και συλλήβδην αρνήσεις, ή περιορισμούς των αιτημάτων που δεχόταν. Αντιστρόφως, η υποχρέωση των εξαγωγέων να πωλούν στο Συνδικάτο το συνάλλαγμα που εισέπρατταν από εξαγωγές, τους κινητοποιούσε να το τοποθετούν με κάθε τρόπο στο εξωτερικό αντί να το εισάγουν.

Παρά την αποτυχία του Συνδικάτου Τραπεζών στην εκπλήρωση των εκπεφρασμένων του στόχων, η σύστασή του αποτελεί ακόμη μια απόπειρα επιβολής στενότερου κρατικού ελέγχου στον θεσμό του χρήματος. Πριν τον πόλεμο, τέτοιες απόπειρες άμεσου ελέγχου του χρήματος ήταν πιο αποσπασματικές, περιοριζόμενες σε ad hoc λύσεις κατά τις περιόδους κρίσεων, ενώ τα δασμολογικά μέτρα αποτελούσαν μια πιο έμμεση κατηγορία εργαλείων ελέγχου των συναλλαγματικών ροών. Παρά τον διστακτικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, με άμεση εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα και την λειτουργία μιας παράλληλης αγοράς, το ημίμετρο του Συνδικάτου Τραπεζών αποτελεί ακόμη έναν κρίκο στην αλυσίδα που οδηγεί στον πολύ πιο στενό κρατικό έλεγχο του χρήματος κατά την δεκαετία του 1930.

Το (προσωρινό) τέλος του ελέγχου

Διαφορετική πολιτική θα ακολουθούσαν οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Ο Αλέξανδρος Διομήδης, ως Υπ. Οικονομικών13 θα καταργούσε τους νόμους τους σχετικούς με το Συνδικάτο Τραπεζών14 μεταβιβάζοντας τον έλεγχο του συναλλάγματος απευθείας στο κράτος, αλλά με άλλη μορφή· το συνάλλαγμα που προερχόταν από εξαγωγές σταφίδας, καπνού, ελαιολάδου και σύκων έπρεπε να πωλείται στο Δημόσιο μέσω της ΕΤΕ σε ισοτιμία που όριζε μια επιτροπή που αποτελούσαν οι Υπουργοί Εθν. Οικονομίας, Οικονομικών και ο Διοικητής της ΕΤΕ (αρχικώς ορίσθηκε στις 140 δρχ/λίρα). Επιπλέον, κάθε πράξη συναλλάγματος φορολογείτο με 15%, ποσόν το οποίο έπρεπε να καταβάλλεται επίσης σε συνάλλαγμα. Από τους παραπάνω περιορισμούς οι περισσότεροι θα καταργούντο έως τον Ιούνιο του 1923, με εξαίρεση την παρακράτηση του 15%,15 οπότε κατά τον Κοφινά (1925, 6) «ἐξηφανίσθη πἄν ἴχνος τοῦ ἐπαχθοῦς συστήματος τοῦ Συνδικάτου».

Ο έλεγχος πέθαινε προσωρινά, για να αναστηθεί με την κρίση του 1931 και με την «Μάχη της Δραχμής» και πάλι το 1936 από τον Ι. Μεταξά με τα μέτρα περί προστασίας του εθνικού νομίσματος. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο...

 

Βιβλιογραφία

Κοφινάς, Γεώργιος Ν. 1925. Το νομισματικόν πρόβλημα της Ελλάδος. Αθήνα: Π. Γ. Μακρής & Σία.

Κωστής, Κώστας. 2003. Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος 1914-1940. Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Ερευνητικό Πρόγραμμα της Επιτροπής Ιστορίας.

Σπουργίτης, Αναστάσιος. 1924a. ‘Ο Έλεγχος Συναλλάγματος.’ Οικονομολόγος Αθηνών, Αύγουστος 2.

———. 1924b. ‘Το Συνδικάτον Τραπεζών.’ Οικονομολόγος Αθηνών, Σεπτέμβριος 13.

———. 1924c. ‘Κριτική του Συνδικάτου Τραπεζών.’ Οικονομολόγος Αθηνών, Σεπτέμβριος 20.

 

Παραπομπές

1 ΦΕΚ 203, 21/7/1914, σ. 1071-1072.

2 Ν. 987 της 20/10/1917 (ΦΕΚ 243, 31/10/1917, σ. 965-966). Με τον ν. 1414 της 7/5/1918, η ισχύς του νόμου αυτού έγινε αναδρομική, έχοντας εφαρμογή και στις προϋπάρχουσες οφειλές (ΦΕΚ 104, 12/5/1918, σ. 711-712).

3 ΝΔ της 20/11/1917 (ΦΕΚ 275, 28/11/1917, σ. 1201-1202) και ΒΔ της 27/11/1917 (ΦΕΚ 275, 28/11/1917, σ. 1202-1204).

4 Βλ. π.χ. (α) Ν. 1137 και ΒΔ της 4/1/1918 (ΦΕΚ 6, 4/1/1918, σ. 36). (β) ΒΔ της 19/8/1919 (ΦΕΚ 185, 19/8/1919, σ. 1324-1325). (γ) Ν. 1610 της 31/12/1918 (ΦΕΚ 2, 3/1/1919, σ. 25-26). (δ) ΒΔ της 17/9/1919 (ΦΕΚ 207, 20/9/1919, σ. 1485-1487).

5 Καταργήθηκε με το ΒΔ της 29/7/1920 (ΦΕΚ 169, 29/7/1920, σ. 1660).

6 Αγγλ.: Revolving Credit Facilities. Πιστώσεις στην διάθεση του δανειολήπτη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου μπορεί να τις αναλάβει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ο τόκος χρεώνεται για το διάστημα μεταξύ ανάληψης και αποπληρωμής, ενώ χρεώνεται και μια προμήθεια. Παρεμφερείς πιστωτικές συμβάσεις είναι η πιστωτική κάρτα ή ο αλληλόχρεος λογαριασμός.

7 Σύμβαση κράτους-ΕΤΕ της 31/3/1921, κυρωθείσα δια του ν. 2577 της 19/4/1921 (ΦΕΚ 70Α, 28/4/1921, σ. 259-261).

8 Ν. 2612 της 11/5/1921 (ΦΕΚ 93Α, 29/5/1921, σ. 367-369). Τροποποιήθηκε με τους ν. 2649/1921, 2833/1922, 3260/1925 και 5260/1931.

9 ΒΔ της 29/5/1921 (ΦΕΚ 93Α, 29/5/1921, σ. 371).

10 Με το ΒΔ της 5/6/1921 (ΦΕΚ 99Α, 5/6/1921, σ. 391) προστέθηκαν δέκα τράπεζες με δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση του Συνδικάτου Τραπεζών (Εμπορική, Λαϊκή, Βιομηχανίας, Γενική, Εθνικής Οικονομίας, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς Εμπορίου-Βιομηχανίας και Ναυτιλίας, Χίου, Αμάρ Θεσσαλονίκης, Καλαμών), ενώ άλλες οκτώ δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα (Ναυτική εν Πειραιεί, Υιών Ιακώβ, Δαβίδ Μπενβενίστε, Αδελφών Κρέμου, Μεγήρ, Βαρούχ-Σολομών-Λευί, Α. Παναγιωτόπουλου, Νοσέρι και Σία, Χαΐμ & Ιωσήφ Σολομών Σαλέμ). Με κατοπινά ΒΔ συμμετείχαν η American Express Company Inc (ΒΔ της 16/6/1921, ΦΕΚ 104Α, 16/6/1921, σ. 417) και η Γαλλοσερβική Τράπεζα (ΒΔ της 16/8/1921, ΦΕΚ 147Α, 19/8/1921, σ. 660). Επίσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου συμμετείχαν οι κάτοικοι Σπάρτης Χρ. Μαλούχος (ΒΔ της 5/9/1921, ΦΕΚ 191Α, 7/10/1921, σ. 931), Ιωάννης Φιλιππόπουλος και Ηλίας Γκορτσολόγος (ΒΔ της 24/10/1921, ΦΕΚ 207Α, 28/10/1921, σ. 1066).

11 Βλ. π.χ. τα ΒΔ της 15/6/1921 (ΦΕΚ 106Α, 18/6/1921, σ. 435-436) και της 8/7/1921 (ΦΕΚ 123Α, 15/7/1921, σ. 513-514).

12 ΦΕΚ 170Α, 10/9/1921, σ. 788-789.

13 Ο Α. Διομήδης αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα ανθρώπου που πέρασε μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες κράτους, ΕΤΕ και ΤτΕ. Εξελέγη βουλευτής το 1910 και το 1912. Διετέλεσε Υπ. Οικονομικών υπό τον Βενιζέλο (17/8/1912-25/2/1915 και 13/12/1918-4/11/1920) και στην επαναστατική κυβέρνηση Κροκιδά (19/9/-14/11/1922). Ήταν Συνδιοικητής της ΕΤΕ μεταξύ 1918-1920 και Διοικητής από τις 23/1/1923 μέχρι και την ίδρυση της ΤτΕ, της οποίας ανέλαβε πρώτος Διοικητής. Στις 20/1/1949 ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη και Πρωθυπουργός μετά τον θάνατο του Σοφούλη.

14 Οι νόμοι ν. 2612 και 2649 καταργήθηκαν με το ΝΔ της 28/9/1922. Η εκκαθάριση του Συνδικάτου Τραπεζών διατάχθηκε με το άρθρο 27 του ΝΔ της 29/11/1922.

15 ΝΔ της 4/6/1923 (ΦΕΚ 149, 5/5/1923, σ. 1059-1060).

Add new comment