You may have all the money, Raymond, but I have all the men with guns.Vice President Francis Underwood, House of cards, (2013)

Βυζάντιο, χρυσός και ένα υπερχιλιετές προνόμιο

Πρώτη δημοσίευση, SLpress.gr (Μέρος Α', Μέρος Β')

Η διαχείριση συμβόλων και θεσμών είναι μια κοπιώδης διαδικασία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παγίωση και διατήρηση της κρατικής ισχύος, έως και με την ίδια την επιβίωση του κράτους. Το χρήμα είναι ένας από αυτούς τους θεσμούς. Ένα υπερχιλιετές «επεισόδιο» της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι στην διαχείριση αυτή, ακόμη και σε οικονομικής φύσεως θεσμούς, δεν αρκεί η ορθολογική μόνον προσέγγιση της πραγματικότητας, βάσει της αντίληψης του homo economicus. Εκτός από την υλική τους όψη, οι θεσμοί έχουν και την συμβολική, η οποία καθόλου δεν υστερεί σε σημασία.

Για την φύση του χρήματος

Μια πολύ συνοπτική εισαγωγή νομισματικής θεωρίας: η πιο γνωστή στο ευρύ κοινό άποψη είναι ότι το χρήμα προήλθε από τον αντιπραγματισμό. Αρχικώς κάθε παραγωγός αντάλασσε το πλεόνασμα της παραγωγής του με κάποιο προϊόν που δεν παρήγαγε ο ίδιος (π.χ. ο φούρναρης με τον χασάπη). Συν το χρόνω, τα μέταλλα, και δη ο χρυσός, λόγω των ιδιοτήτων τους κατέστησαν τα πιο ανταλλάξιμα προϊόντα, και τελικώς χρήμα. Το κράτος ήλθε εκ των υστέρων, απλώς για να πιστοποιήσει την διαδικασία μέσω κωδικοποίησης του συστήματος μέτρων και σταθμών.

Αυτή η άποψη φαίνεται κομψή, όμως έχει ένα πρόβλημα: δεν υπάρχει ούτε μία αρχαιολογική, ανθρωπολογική, φιλολογική ή άλλη παρατήρηση που να την επαληθεύει. Αντιθέτως, όσες τέτοιες παρατηρήσεις έχουν γίνει, την διαψεύδουν. Την ευρεία διάδοση αυτής της πλάνης την οφείλουμε στον Άνταμ Σμιθ, ο οποίος αναπαρήγαγε (ατυχείς) απόψεις από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη,1 φροντίζοντας όμως να αγνοήσει αντίθετες απόψεις που ο Σταγειρίτης διατύπωσε στα Ηθικά Νικομάχεια περί της νομικής βάσης του χρήματος (εξ ου και «νόμισμα»).2

Πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν τεκμηριώσει επί μακρόν ότι πρωτόγονες κοινωνίες δεν λειτουργούν με χρήμα, αλλά με τελείως άλλες διαδικασίες, όπως η ανταλλαγή δώρων. Αλλά και για τις πρώτες εκχρηματισμένες κοινωνίες της Μεσοποταμίας, το χρήμα δεν ξεκίνησε ως μεταλλικό νόμισμα, αλλά ως λογιστική μονάδα που κατέγραφε τις οφειλές στο ιερατείο. Με άλλα λόγια η πιστωτική κάρτα είναι η πιο παλιά μορφή χρήματος! Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευθούν την εξαντλητική βιβλιογραφία στα πολύ πρόσφατα: David Graeber, Χρέος: Τα πρώτα 5000 χρόνια και Michael Hudson, And forgive them their debts.

Πολλοί ιστορικοί είχαν διατυπώσει την κρατική θεωρία του χρήματος (βλ. π.χ. τον Georg Friedrich Knapp), ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες του χαλκέντερου ιστορικού Alexander del Mar, ο οποίος πέραν θεωρητικών μοντέλων μελέτησε με ανεπανάληπτο ζήλο την νομισματική ιστορία σχεδόν όλου του τότε γνωστού κόσμου.

Εν γένει, κεντρική υπόθεση της κρατικής θεωρίας του χρήματος δεν είναι ότι τα κράτη δεν εκδίδουν μεταλλικό χρήμα, αλλά ότι όταν το εκδίδουν, η αξία του δεν εξαρτάται από το υλικό κατασκευής του νομίσματος, αλλά από την κρατική σφραγίδα του νομισματοκοπείου. Άλλωστε η Κίνα, η οποία έκοβε μεταλλικό νόμισμα περίπου από το 1000 π.Χ., δεν έκοψε νομίσματα από πολύτιμο μέταλλο παρά μόλις το 1890, και πάλι μόνον από άργυρο (Davies 2002, 57–58). Καλύτερο παράδειγμα του παραπάνω ισχυρισμού είναι η νομισματική μεταρρύθμιση του Ιουλίου Καίσαρα του 46 π.Χ. Αυτή δεν ήταν η πρώτη της ρωμαϊκής ιστορίας, ήταν όμως υπό μία έννοια η τελευταία.

Ρωμαϊκό κράτος και χρήμα

Αρκετά νέος ο Ιούλιος Καίσαρ κατέλαβε το θρησκευτικό αξίωμα του Pontifex Maximus (63 π.Χ.), τίτλο που διατηρεί και σήμερα ο Πάπας της Ρώμης. Την χρονιά της νομισματικής μεταρρύθμισης είχε εκλεγεί Δικτάτωρ για 10 χρόνια, δηλαδή ευρίσκετο στο απόγειο της ισχύος του, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του την ύψιστη πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Έτσι, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος εν ζωή που απεικόνισε τον εαυτό του σε νομίσματα. Κατά το νομισματικό σύστημα που εισήγαγε, το αργυρό δηνάριο περιείχε 60 κόκκους καθαρού αργύρου και εικοσιπέντε τέτοια δηνάρια άξιζαν όσο ένα χρυσό aureus, που περιείχε 125 κόκκους καθαρού χρυσού. Από την ισοτιμία αυτή προκύπτει ότι 1500 κόκκοι καθαρού αργύρου (= 25 × 60) άξιζαν όσο 125 κόκκοι καθαρού χρυσού. Δηλαδή, η κατά βάρος αναλογία χρυσού-αργύρου ήταν 1500:125 ή 12:1 (del Mar 1901, 34). Αυτή ήταν μια κρατική ρύθμιση της αναλογίας, της οποίας είχαν προηγηθεί και άλλες.3

Κατά τον del Mar η ισχύς της αναλογίας—12:1 εν προκειμένω—είναι θρησκευτικής προέλευσης, πορευόμενη από το αξίωμα του Pontifex Maximus που περιενδύετο ο κάθε κατοπινός Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Σημασία όμως έχει ότι η αναλογία αυτή είχε μια εκπληκτική σταθερότητα, καθώς διατηρήθηκε κατά την μεταρρύθμιση του Καρακάλλα4 (215 μ.Χ.). Μάλιστα, αυτό το σύστημα5, και όχι του Καρλομάγνου, θεωρεί ο del Mar την ρίζα του δωδεκαδικού συστήματος που διαδόθηκε από την Αγγλία6 μέχρι την Τουρκία7 και που διατηρήθηκε στα δύο νομισματικά συστήματα του Κωνσταντίνου (πριν το 310 μ.Χ. και μετά το 325 μ.Χ.).8

Η «ιερή» αυτή αναλογία συνέχισε να ισχύει και αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με μια σταθερότητα που ζαλίζει όσους επιμένουν στην αποτίμηση του χρήματος βάσει του υλικού του. Είναι προφανές ότι στην πάροδο δεκατριών αιώνων θα υπήρξαν αυξομοιώσεις στην παροχή αργύρου και χρυσού, οι οποίες θα μετέβαλλαν την εμπορική αξία των μεταλλευμάτων. Όμως αυτές οι μεταβολές, αν υπήρχε «ελεύθερη αγορά» μεταλλευμάτων, θα αφορούσαν στην εμπορική αξία του μεταλλεύματος και όχι στην αξία του νομίσματος. Άλλωστε δεν εξηγείται αλλιώς το ότι την ίδια περίοδο ίσχυε άλλη αναλογία στην Ινδία (περίπου 6:1), άλλη στον Αραβικό κόσμο (6,5:1) και άλλη στους Γότθους (8:1). Μάλιστα, στην Ισπανία επικρατούσαν τρεις διαφορετικές ισοτιμίες στις ρωμαϊκές, γοτθικές και αραβικές κτήσεις. Κάτι τέτοιο ερμηνεύεται από την επιβολή διαφορετικών νόμων σε αυτές τις επικράτειες (del Mar 1901, 63, 398).

Η κρατική διατίμηση της αξίας των μετάλλων εκτός Ρώμης

Το σύστημα αυτό κατέρρευσε μετά το 1204 και την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς. Στην Ευρώπη, το πρώτο λόγο για την ρύθμιση του λόγου αυτού απέκτησε το κράτος με την μεγαλύτερη παραγωγή του εκάστοτε μετάλλου. Μέχρι το 1666 και την έναρξη των ιδιωτικών κοπών, οι μονάρχες αυξομοίωναν ραγδαία την ισοτιμία ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Π.χ. στην Γαλλία η ισοτιμία ήταν 20:1 το 1313 και 1:1 το 1359. Μετά το 1666 την ισοτιμία όριζαν τα νομισματοκοπεία (del Mar 1901, 64).

Υπό αυτό το καθεστώς, νέες ανακαλύψεις ενός μετάλλου δεν έριχναν την τιμή του, αλλά αντιθέτως την ανέβαζαν, καθώς αυτό σήμαινε και μεγαλύτερο κέρδος για το κράτος που διαχειριζόταν τις νέες ποσότητες. Δηλαδή, η ρύθμιση δεν γινόταν βάσει του κόστους εξόρυξης και «κανόνων της αγοράς»—με το σπανιότερο να είναι ακριβότερο—αλλά αντιστρόφως, βάσει του οικονομικού συμφέροντος και νομοθετικά: το αφθονότερο ορίζεται ως πιο ακριβό στις τιμές των κρατικών νομισματοκοπείων. Έτσι, π.χ. το 1546 η Ισπανία ανατίμησε τον χρυσό από το 10,755:1 στο 13,33:1, θεωρώντας ότι ο θησαυρός της Αμερικής θα ήταν κυρίως χρυσός, και ξανά το 1641 στο 14:1. Όταν η Πορτογαλία είχε αποκτήσει τεράστιες ποσότητες χρυσού, ήταν η σειρά της να ανατιμήσει τον χρυσό το 1668, από το ισπανικό 14:1 στο 16:1. Όταν τα κοιτάσματα της Βραζιλίας άρχισαν να εξαντλούνται, η λεηλασία των ορυχείων αργύρου του Ποτοζί έδωσε και πάλι στην Ισπανία κυρίαρχη θέση, επιτρέποντάς της να ανατιμήσει τον άργυρο το 1775 από το 16:1 στο 15,5:1. Μόνο μετά το 1867 αναπτύχθηκε μια αγορά χρυσού και αργύρου όχι άμεσα σχετιζόμενη με τις κρατικές τιμές νομισματοκοπείου (del Mar 1901, 63–64).

Ένα ιερό κρατικό προνόμιο

Καθ’ όλη την περίοδο μέχρι το 1204 εντύπωση προκαλεί η σπανιότητα χρυσών νομισμάτων από τα ευρωπαϊκά βασίλεια. Κατά τον del Mar αυτό αντανακλούσε τον σεβασμό των Χριστιανών βασιλέων στο ιερό προνόμιο το οποίο μονοπωλούσε ο—Χριστιανός—Ρωμαίος Αυτοκράτορας, και το οποίο είχε κληρονομήσει από τον—παγανιστή—Ιούλιο Καίσαρα. Μάλιστα θεωρεί ότι αυτό το προνόμιο σχετίζεται με τον ιερό χαρακτήρα που προσέδιδαν στον χρυσό πολλοί παλαιότεροι πολιτισμοί, επιφυλάσσοντας το προνόμιο της κοπής νομισμάτων στα εκάστοτε ιερατεία. Αυτή η άποψη δίνει μια διαφορετική οπτική της κρατικής θεωρίας του χρήματος, συμπεριλαμβάνοντας στην κρατική εξουσία, μαζί με τον κοσμικό άρχοντα και το ιερατείο.

Μελετώντας τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο, τον Προκόπιο Καισαρέα, τον Θεοφάνη Ομολογητή και τον Ιωάννη Ζωναρά, ο del Mar εξηγεί ότι ακόμη και μετά την πρώτη άλωση του 1204, οι Δυτικοί ηγεμόνες παρέμεναν εξαιρετικά διστακτικοί στο να παραβούν το αποκλειστικό προνόμιο κοπής χρυσών νομισμάτων. Τα πρώτα μη Βυζαντινά χρυσά νομίσματα ευρείας κυκλοφορίας φαίνεται να κόπηκαν δύο δεκαετίες μετά την Άλωση, το 1225, και ήταν το δουκάτο του Αλφόνσου Θ' της Λεόν, το aureus του Φρεδερίκου Β' του Αμάλφι (Νάπολη) και το δουκάτο του Σάντσο Α' της Πορτογαλίας. Μέχρι το 1496 ο del Mar αναφέρει μόνον άλλες 22 κοπές χρυσών νομισμάτων ανά την Ευρώπη (del Mar 1901, 76–77).

Στις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος ηγεμόνας παρέβαινε το μονοπώλιο της κοπής χρυσών νομισμάτων, όπως π.χ. οι Μεροβίγγειοι βασιλείς, αυτό γινόταν με την άδεια του Αυτοκράτορα (τα χρυσά νομίσματα του Clovis, Clodomir, Childebert Α', Clothaire A' έφεραν το ομοίωμα του Αυτοκράτορα Αναστασίου Α'), ειδάλλως αποτελούσε έμπρακτη δήλωση ανυπακοής και ανεξαρτησίας. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν του Μεροβίγγειου Theudebert Α' το 540 μ.Χ. (επί Ιουστινιανού Α') (del Mar 1901, 61), του Βησιγότθου Leovigild και του γιου του Hermenegild περί το 580 μ.Χ. (επί Τιβερίου Β'). Στην περίπτωση του Άραβα Χαλίφη Αμπντ Αλ-Μαλίκ το 692 μ.Χ. ο Ιουστινιανός Β' κήρυξε πόλεμο διότι ο χαλίφης πλήρωσε τον φόρο υποτέλειας σε χρυσό νόμισμα ισοβαρές, αλλά με την δική του αναπαράσταση, με το σπαθί τραβηγμένο και με επίκληση στον Αλλάχ στα αραβικά (del Mar 1901, 75).

Αιτία πολέμου! Πάνω: Σόλιδος Ιουστινιανού Β’, 685-695 μ.Χ. (πηγή). Κάτω: Το χρυσό νόμισμα με το οποίο ο Αμπντ Αλ Μαλίκ επιχείρησε να πληρώσει τον φόρο υποτελείας του στον Ιουστινιανό Β’ (694-5 μ.Χ., Metropolitan Museum, Έκθεση Βυζάντιο και Ισλάμ. Πηγή).

Τότε και σήμερα

Η ζηλότυπη υπεράσπιση του αποκλειστικού προνομίου κοπής χρυσού νομίσματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την ισχύ και μακροβιότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατ’ επέκταση, η μέχρι κεραίας υπεράσπιση και του παραμικρού οικονομικού προνομίου είναι δείκτης της ζωτικότητας ενός κράτους και της θέλησης της άρχουσας τάξης του να το υπερασπισθεί. Αν θα θέλαμε μια αναλογία για τον σύγχρονο κόσμο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΑΟΖ σήμερα είναι για μας ό,τι ήταν το χρυσό νόμισμα για το Βυζάντιο: αν το προνόμιο της ΑΟΖ δεν το υπερασπισθούμε ζηλότυπα και εμπράκτως, θα σημάνουμε την θέλησή μας να πάψουμε να υπάρχουμε.

 

Βιβλιογραφία

Davies, Glyn. 2002. A History of Money from Ancient Times to the Present Day. Cardiff: University of Wales Press.

del Mar, Alexander. 1901. A History of Monetary Systems. New York: The Cambridge Encyclopedia Company.

Υποσημειώσεις

1 «Οὐ γὰρ εὐβάστακτον ἕκαστον τῶν κατὰ φύσιν ἀναγκαίων: διὸ πρὸς τὰς ἀλλαγὰς τοιοῦτόν τι συνέθεντο πρὸς σφᾶς αὐτοὺς διδόναι καὶ λαμβάνειν, ὃ τῶν χρησίμων αὐτὸ ὂν εἶχε τὴν χρείαν εὐμεταχείριστον πρὸς τὸ ζῆν, οἷον σίδηρος καὶ ἄργυρος κἂν εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον, τὸ μὲν πρῶτον ἁπλῶς ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ, τὸ δὲ τελευταῖον καὶ χαρακτῆρα ἐπιβαλλόντων, ἵνα ἀπολύσῃ τῆς μετρήσεως αὑτούς: ὁ γὰρ χαρακτὴρ ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Αʹ, 1257a-1258b).

2 «οἷον δ᾽ ὑπάλλαγμα τῆς χρείας τὸ νόμισμα γέγονε κατὰ συνθήκην: καὶ διὰ τοῦτο τοὔνομα ἔχει νόμισμα, ὅτι οὐ φύσει ἀλλὰ νόμῳ ἐστί, καὶ ἐφ᾽ ἡμῖν μεταβαλεῖν καὶ ποιῆσαι ἄχρηστον» (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εʹ , 1133b).

3 Το 316 π.Χ. η αναλογία ήταν 9:1, από το 268 π.Χ. έγινε 10:1 και το 78 π.Χ. επέστρεψε στο 9:1 (del Mar 1901, 28–33).

4 24 αργυρά δηνάρια (24 × 45,83 = 1099,92 κόκκοι αργύρου) = 1 aureus (91,67 κόκκοι χρυσού), 1099,92:91,67 = 12:1 (del Mar 1901, 49).

5 4 σηστέρσια = 1 δηνάριο, 24 δηνάρια = 1 aureus, 5 aurei = 1 libra (480 σηστέρσια = 1 λίβρα).

6 4 farthings = 1 πένα, 12 πένες = 1 σελίνι, 20 σελίνια = 1 λίρα (960 farthings = 1 λίρα).

7 1 παράς = 3 άσπρα, 40 άσπρα (akçe) = 1 altun (120 παράδες = 1 altun).

8 Πριν το 310 μ.Χ.: 24 αργυρά δηνάρια (24 × 36 = 864 κόκκοι αργύρου) = 1 aureus (72 κόκκοι χρυσού), 864:72 = 12:1. Μετά το 325 μ.Χ.: 12 αργυρά μηλιαρέσια (12 × 70 = 960 κόκκοι αργύρου) = 1 σόλιδος (70 κόκκοι χρυσού), 960:70 = 12:1 (del Mar 1901, 53).

Add new comment