As a rule, political economists of the present day do not take the trouble to study the history of money; it is much easier to imagine it and deduce the principles of this imaginary knowledge Alaxander del Mar, A History of monetary systems (1901)

Χρηματιστηριακές συναλλαγές με εσωτερική πληροφόρηση κατά την 11η Σεπτεμβρίου: μια στατιστική ανάλυση

Με την πρόσφατη 15η επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, η αναψηλάφηση της υπόθεσης έλαβε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τοτε μέχρι σήμερα, διάφορα νέα στοιχεία έχουν γίνει γνωστά, ενώ ήδη υπάρχοντα στοιχεία έχουν τύχει νέας επεξεργασίας. Οι στόχοι του παρόντος άρθρου είναι πολύ μετρημένοι. Σε καμία περίπτωση δεν προτίθεμαι να διατυπώσω άποψη για ένα πραγματικά τεράστιο θέμα, αλλά απλώς να αναδείξω κάποιες από τις πλευρές του που έχουν να κάνουν με υπόνοιες για μη κανονικές χρηματιστηριακές συναλλαγές.

Οι πρώτες καταγγελίες για insider trading γίνονται από τα μεγάλα ΜΜΕ

Μια από τις υποθέσεις που είχε απασχολήσει τους δημοσιογράφους, από την επομένη ήδη των επιθέσεων, αφορούσε σε χρηματιστηριακές συναλλαγές με χαρακτηριστικά εσωτερικής πληροφόρησης (insider trading), που υποδείκνυε ότι κάποιοι επενδυτές ήταν ενήμεροι για τις σχεδιαζόμενες επιθέσεις και τοποθετήθηκαν ώστε να κερδίσουν από αυτές. Πράγματι, όταν το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ξανάνοιγε για συνεδριάσεις στις 17/9/2001, πολλά μεγάλα ΜΜΕ άρχισαν να παρατηρούν περίεργες και μεγάλες συναλλαγές: επενδυτές εξασκούσαν δικαιώματα πώλησης (put options) σε μετοχές αεροπορικών εταιρειών που μόλις είχαν καταρρεύσει, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.[1] Αντιθέτως, άλλα δημοσιεύματα σημείωναν ότι επενδυτές εξασκούσαν δικαιώματα αγοράς (call options) σε μετοχές που ανέβαιναν, όπως της εταιρείας οπλικών συστημάτων Raytheon, που κατασκεύαζε τα πυραυλικά συστήματα Tomahawk και Patriot.[2]

Put options - πώς δουλεύουν;

Εκτός απο κέρδη που προκύπτουν όταν ένα εμπόρευμα ή χρηματοοικονομικό εργαλείο ανεβαίνει, κέρδη μπορούν να προκύψουν όταν και ένα τέτοιο πέφτει σε αξία.

Μια τεχνική είναι το «σορτάρισμα» (short selling). Ο κερδοσκόπος που έχει κάποια υποψία, ή πληροφορία, δανείζεται π.χ. 100 μετοχές προς $100 το κομμάτι, με την δέσμευση να τις επιστρέψει σε μια μελλοντική ημερομηνία, συν κάποια προμήθεια. Αμέσως τις πουλάει στην αγορά στην τρέχουσα υψηλή τιμή, έστω $100, εισπράττοντας $10.000. Και μετά περιμένει να πέσει η τιμή... Όταν π.χ. η τιμή πέσει στα $90, αγοράζει 100 μετοχές προς $9.000 και τις επιστρέφει σε εκείνον που του τις δάνεισε. Το κέρδος του θα είναι $1.000, μείον την προμήθεια.

Αν όμως η μετοχή δεν πέσει; Ή αν ο κερδοσκόπος θέλει να την αγοράσει για να κλείσει το συμβόλαιό του, και κανείς δεν την προσφέρει στο χρηματιστήριο; Αυτό μπορεί να σημάνει καταστροφή.

Υπάρχει λοιπόν ένα άλλο εργαλείο που κερδοσκοπεί χωρίς τέτοιο ρίσκο, το δικαίωμα πώλησης σε μελλοντική ημερομηνία (put option). Ο κερδοσκόπος τώρα, δεν αγοράζει την μετοχή αυτήν καθαυτή, αλλά ένα παράγωγο εργαλείο που βασίζεται σ' αυτήν. Αγοράζει το δικαίωμα, όχι την υποχρέωση, να πουλήσει την μετοχή σε μια προσυμφωνημένη τιμή στο μέλλον.

Ας πούμε ότι η ίδια μετοχή που σήμερα πραγματεύεται στα $100 πιθανολογείται να υποχωρήσει. Ο κερδοσκόπος θα αγοράσει ένα συμβόλαιο για put option, δηλαδή το δικαίωμα να πουλήσει 100 μετοχές (1 συμβόλαιο = 100 μετοχές) προς $101 σε ένα μήνα (strike price). Μέχρι εκείνη η ημερομηνία, μπορεί να αγοράσει την μετοχή στην τρέχουσα τιμή και να την πουλήσει στα $101, ή απλά να μην κάνει τίποτα. Αν η αξία του συμβολαίου είναι π.χ $200 ($2 ανά μετοχή), θα χάσει απλώς τα $200. Υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα:

  • Η μετοχή δεν πέφτει, αλλά ανεβαίνει στα $130. Αν ο κερδοσκόπος θέλει να εξασκήσει το συμβόλαιό του, θα πληρώσει $13.000 για να αγοράσει 100 μετοχές και θα εισπράξει $10.100 πωλώντας τες στα $101, χάνοντας $2.900, πολύ πάνω από τα $200 του συμβολαίου. Δεν αξίζει τότε να εξασκήσει το συμβόλαιο.
  • Η μετοχή ανεβαίνει λίγο, στα $102. Τότε για να εξασκήσει το συμβόλαιο θα πληρώσει $10.200 και θα εισπράξει $10.100, χάνοντας $100 συν τα αρχικά $200.
  • Η μετοχή πέφτει λίγο, π.χ. στα $99. Αν εξασκήσει το συμβόλαιο θα πληρώσει $9.900 για να αγοράσει τις μετοχές στην ανοιχτή αγορά και θα εισπράξει $10.100 πωλώντας τες. Στην περίπτωση αυτή, το κέρδος των $200 ($10.100 - $9.900) ισοσταθμίζει ακριβώς το κόστος του συμβολαίου.
  • Η μετοχή πέφτει πολύ κάτω. Προφανώς, όσο περισσότερο πέφτει η μετοχή, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος. Αν θεωρήσουμε μια ακραία περίπτωση κατά την οποία η μετοχή πέφτει κατά 40%, στα $60, τότε ο κερδοσκόπος θα κερδίσει $10.100 (πώληση) - 100 x $60 (αγορά) - $200 (προμηθεια) = $3.900. Στο ακραίο αυτό παράδειγμα, κέρδος $3.900 από μια αρχική επένδυση $200, ισοδυναμεί με απόδοση 1.850%.

Σημειωτέον ότι με τον αντίστροφο τρόπο δουλεύει ένα δικαίωμα αγοράς (call option), που δίνει την δυνατότητα αγοράς ενός τίτλου σε προσυμφωνημένη τιμή. Αν ο τίτλος εν τω μεταξύ έχει ανέβει στην χρηματαγορά, και η τιμή εξάσκησης του δικαιώματος (strike price) είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα, ο αγοραστής θα αποκτήσει ακριβές μετοχές με χαμηλό τίμημα, καταγράφοντας αντίστοιχο κέρδος.

Τα στοιχεία χάνονται - Τα μεγάλα ΜΜΕ ξεχνούν

Τελικά, παρόλους τους υπαινιγμούς, η υπόθεση θα χανόταν από το ενδιαφέρον των μεγάλων ΜΜΕ περί τα τέλη του 2001. Θα ξεχνιόταν δε οριστικά το 2004, όταν η επιτροπή για την 11η Σπτεμβρίου θα αποφαινόταν στο πόρισμά της ότι, ναι μεν έγιναν κάποιες περίεργες συναλλαγές, αλλά καθώς έγιναν από επενδυτές με «καμία καμία ενδεχόμενη σύνδεση με την Αλ Κάιντα» (with no conceivable ties to al Qaeda), ήταν εξ' ορισμού «αβλαβείς» (innocuous).[3]

Τελικά, το 2010, ο SEC απελευθερωσε μερικώς  λογοκριμένο έγγραφο κατόπιν αιτήματος βάσει του νόμου «Freedom of Information Act» (FOIA).[4] Στο έγγραφο κατονόμαζε έναν από τους δύο υπεύθυνους για τέτοιες συναλλαγές, το επενδυτικό νιουσλέτερ Options Hotline του Steve Sarnoff με 2000 συνδρομητές. Συγκεκριμένα, 56 συνδρομητές του αγόρασαν συνολικά 763 συμβόλαια πώλησης της μετοχής της American Airlines στις 10/9/2001. Όμως δεν κατονόμαζε τον δεύτερο επενδυτή ο οποιος αγόρασε 2000 put options για την μετοχή της United Airlines στις 6/9/2001, το 96% των συμβολαίων εκείνης της ημέρας. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία της San Francisco Chronicle,[5] αυτή ήταν η Alex. Brown, θυγατρική της Deutsche Bank. Πρώην Γενικός Διευθυντής και Πρόεδρος της Alex. Brown ήταν ο A. B. "Buzzy" Krongard, ο οποίος είχε μόλις διορισθεί Εκτελεστικός Διευθυντής της CIA, όπου υπηρετούσε και την περίοδο των χτυπημάτων. Την πληροφορία αυτή διασταύρωσε αργότερα ο δημοσιογράφος Lars Schall μέσω του Max Keiser, δημοσιογράφου και πρώην εργαζομένου της Alex Brown. Σε κατοπινή ερώτηση που έθεσε ο Schall στην Deutsche Bank σχετικά με το ζήτημα, η Deutsche Bank απάντησε ότι «δεν θα σχολίαζε τέτοιες εικασίες», χωρίς όμως να αρνηθεί την συγκεκριμένη συναλλαγή της θυγατρικής της.[6]

Σε μια προσπάθεια να διαλευκάνει την υπόθεση, ο David Callahan, αρχισυντάκτης του περιοδικού SmartCEO, υπέβαλλε το 2009 αίτημα FOIA στην αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς (SEC) ζητώντας τα αρχεία από την έρευνα που είχε διεξαχθεί και της οποίας τα πορίσματα ανέφερε το 9/11 Report.[3] Η απάντηση του SEC (23/12/2009) ήταν ότι τα σχετικά αρχεία είχαν καταστραφεί![7]

Ο ίδιος δε ο SEC είχε διατάξει όλες τις ιδιωτικές χρηματιστηριακές εταιρείες υπό την εποπτεία του να ελέγξουν τις ύποπτες συναλλαγές τις περιόδου που αφορούσαν σε πελάτες τους. Προέβη όμως στο πρωτοφανές βήμα να «διορίσει βοηθό» (deputize) έναν εκπρόσωπο από κάθε εταιρεία. Αυτοί οι deputies δεσμεύονταν με κανόνες εμπιστευτικότητας που τους απαγόρευαν να συζητήσουν τι αποκάλυψε η έρευνά τους, καθώς υπό την ιδιότητά τους αυτή δρούσαν ως οιονεί ομοσπονδιακοί πράκτορες.[8]

Έτσι, σε συνδυασμό με την καταστροφή των αρχείων αυτών, σήμερα δεν είναι δυνατόν να επαληθεύσουμε τη ταυτότητα αυτών των συναλλαγών.

Να σημειώσω ότι ο αναλυτής James Rickards κατέληξε στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα του insider trading, όπως αναφέρει στο βιβλίο του The Death of Money. Ο Rickards δεν είναι τυχαία προσωπικότητα στον χώρο τον διεθνών χρηματοοικονομικών. Στην προκειμένη δε περίπτωση, γράφει το πρώτο κεφάλαιο για την 11η Σεπτεμβρίου έχοντας συμμετάσχει στο Project Prophecy της CIA το 2003-05, ένα πρόγραμμα που αποσκοπούσε στην έγκαιρη ανίχνευση τέτοιων περίεργων συναλλαγών, μοντελοποιώντας την συμπεριφορά τρομοκρατών που θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν κερδοσκοπικά μια τρομοκρατική ενέργεια (το πρόγραμμα κατέληξε στην ανάπτυξη του συστήματος MARKINT). Όμως παρ'  όλη την βεβαιότητα του Rickards και παρ' όλη την επιτυχία του MARKINT, το πρόγραμμα ήταν μοντελοποίηση μελλοντικών κινδύνων και όχι ανάλυση των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου. Η CIA δεν ήταν μια υπηρεσία που διερευνούσε εγκλήματα, αλλά που προλάμβανε μελλοντικούς κινδύνους. Έτσι, ούτε ο Rickards ούτε η CIA διερεύνησαν αρχεία για να βρουν ενόχους ενός εγκλήματος για το οποίο οι ίδιοι ήταν βέβαιοι.

Συνέντευξη του Rickards στον Max Keiser:

 

Οικονομετρική ανάλυση

Υπάρχει όμως περίπτωση να αποτιμήσουμε με μια σχετική βεβαιότητα έστω και την πιθανότητα να υπήρξαν πράγματι τέτοιες συναλλαγές με εσωτερική πληροφόρηση; Κοιτώντας την συχνότητα ακραίων συναλλαγών και την κατανομή τους γύρω από γεγονότα-κλειδιά, μπορούμε να συναγάγουμε συμπεράσματα για τις πράξεις, αν όχι για τα πρόσωπα που εμπλέκονταν σε αυτές;

Μια πρώτη απόπειρα έκανε ο Allen M. Poteshman από το Πανεπιστήμιο του Illinois στην Urbana-Champaign, ο οποίος μελέτησε μια βάση δεδομένων 950 χιλιάδων συναλλαγών put/call από το Chicago Board Options Exchange (CBOE) από τις 2/1/1990 έως τις 20/9/2001 και που αφορούσαν σε μετοχές των 1000 εταιρειών με την μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση. Καθώς δύο αεροπορικές εταιρείες είχαν πτήσεις που χάθηκαν, οι American Airlines (AMR, πτήσεις 11 και 77) και η United Airlines (UAL, πτήσεις 175 και 93), ο Poteshman επικεντρώθηκε στις μετοχές τους. Συγκρίνοντας με τους S&P 500 Airline Options Index και S&P 500 Market Oprions Index (SPX) καταλήγει σε ένα στατιστικό συμπέρασμα ότι πράγματι υπήρχε μια ασυνήθιστη δραστηριότητα σε σχέση με put/call options τις ημέρες πριν και μετά την 11/9.[9]

Ακόμα μακρύτερα πήγε ο Marc Chesney από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Με τους συνεργάτες του ανέλυσε 9,6 εκατομμύρια συναλλαγές put/call από το τις βάσεις δεδομένων του CBOE, του Center for Research in Security Prices (CRSP) και την Trade and Quote (TAQ) Database του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης. Αυτές αφορούσαν σε 31 μετοχές αεροπορικών, τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών από τον Ιανουάριο του 1996 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009, τομείς που εβλάβησαν ιδιαιτέρως από τις επιθέσεις. Οι συγγραφείς έθεσαν συγκεκριμένα στατιστικά κριτήρια ώστε να βρουν «ύποπτες» συναλλαγές put/call: αυτές θα έπρεπε να αφορούσαν σε ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό συμβολαίων, θα έπρεπε να αποφέρουν ασυνήθιστα μεγάλο κέρδος και δεν θα πρέπει να ήταν για αντιστάθμιση κινδύνου (unhedged), δηλαδή  ο αγοραστής δικαιώματος πώλησης για μια μετοχή δεν θα έπρεπε να είναι ταυτόχρονα και κάτοχος της εν λόγω μετοχής. Από τις 18 «ύποπτες» συναλλαγές που βρήκαν για μετοχές αεροπορικων εταιρειών, οι 8 αφορούσαν σε τελείως άσχετα περιστατικά (εξαγορά της US Airways από την UAL, τον τυφώνα Κατρίνα, περιορισμούς παραγωγής). Όμως οι υπόλοιπες 10 αφορούσαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9. [10]

Ο τιτλος από το άρθρο των Chesney et al. στο Journal of Empirical Finance.

Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:  στις 10/9, στο CBOE αγοράστηκαν 4.516 νέα συβόλαια δικαιώματος πώλησης (1 συμβόλαιο = 100 μετοχές, ήτοι 451.600 μετοχές) για την AMR, έναντι μόνον 748 συμβολαίων δικαιώματος αγοράς, μια ιδιαίτερα μεγάλη ασυμμετρία για μια ημέρα χωρίς ιδιαίτερα περιστατικά.[11] Σύμφωνα με τον Chesney, από αυτά τα νέα put options, τα 1.312 αφορούσαν σε μία μεμονωμένη «ύποπτη» πώληση που έδινε το δικαίωμα πώλησης στα $30.[9] Σημειωτέον ότι μέχρι και τις 31/8 ήταν ανοιχτά μόνον 96 συμβόλαια δικαιώματος πώλησης της μετοχής της AMR, δηλαδή μέσα σε λίγες ημέρες άνοιγαν δυσανάλογα πολλά νέα συμβόλαια. Όλα τα συμβόλαια έπρεπε να εκτελεσθούν εντός 40 ημερών (20/10/2001), όμως την επομένη συνέβη το αναπάντεχο και η μετοχή της AMR κατρακύλησε από τα $29,70 (στις 10/9) στα $18,00 (όταν ξανάνοιξε το χρηματιστήριο στις 17/9) δηλαδή κατά 39,4%.

Μετά την κατάρρευση, ο κάτοχος αυτών των 1.312 συμβολαίων μπορούσε εκτελώντας όλα του τα δικαιώματα πώλησης να αγοράσει 1.312 x 100 = 131.200 μετοχές προς $18,00 στο χρηματιστήριο και να τις πουλήσει προς $30,00, αποκομίζοντας μικτό κέρδος $12 απο καθεμία δηλαδή $1.574.400. Αν το κόστος των συμβολαίων πώλησης ήταν $3 ανά μετοχή, το καθαρό του κέρδος θα ήταν ($12 - $3) x 131.200 = $1.180.000. Και με αρχικό κεφάλαιο $3 x 131.200 = $393.600 για την αγορά των συμβολαίων δικαιώματος πώλησης, η απόδοση θα ήταν 200% επί της αρχικής επένδυσης!

Στην ίδια μελέτη, επιβεβαιώνεται η αγορά 2.000 put options για την μετοχή της UAL στις 6/9/2001 που αναφέρει και ο SEC και που συνδέθηκαν με την Deutsche Bank - Alex Brown. Κατά την εξάσκησή τους το κέρδος ήταν περίπου 1,98 εκ. δολάρια. Συνολικά, ο Chesney υπολογίζει κέρδη 19,1 εκ. δολαρίων μόνον από τις 10 αυτές ύποπτες συναλλαγές σε μετοχές των AMR, UAL, Delta Airlines, Boeing και KLM, με αποδόσεις επί του κεφαλαίου από 100% εως 1300% (χωρίς να εξετάζουμε άλλους τομείς και είδη συναλλαγών).

Συνέντευξη του Chesney στον Γερμανό δημοσιογράφο Lars Schall:

 

Αντίλογος και επιλογος

Τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι κάποιοι που γνώριζαν περί των επικείμενων χτυπημάτων τοποθετήθηκαν ώστε να επωφεληθούν. Το ότι κάποιοι γνώριζαν για τα χτυπήματα, δεν είναι καθόλου απρόσμενο. Οι οργανωτές τους προφανώς τα γνώριζαν! Αυτό που είναι απρόσμενο είναι ότι στο δίκτυο γνωριμιών τους ενδέχεται να υπήρχαν πρόσωπα με θεσμικό και επαγγελματικό ρόλο που να τους έδινε πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ώστε να κερδοσκοπήσουν βάσει αυτής της γνώσης. Πώς συμφιλιώνεται η δικτυωση «τρομοκρατών σε σπηλιές του Αφγανιστάν» με αντικρυστές και επενδυτές της Wall Street;

Πρέπει να σημειώσω ότι όλα τα παραπάνω είναι, μέχρι στιγμής, υποθέσεις. Εύλογες μεν, αλλά υποθέσεις, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως αυστηροί. Το αποδεικτικό υλικό βασίζεται περισσότερο σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις, συνεπώς ο ιστορικός δύσκολα μπορεί να διατυπώσει ένα στέρεο συμπέρασμα. Έτσι, είναι πολύ εύκολο να κολλήσουμε σε αυτές τις εύλογες υποθέσεις την ρετσινιά της «θεωρίας συνωμοσίας», και να τις απορρίψουμε, επιλέγοντας άλλες πιο απλές αξηγήσεις. Π.χ., έχει προταθεί ότι η υπόθεση των μετοχών της American Airlines μπορεί να ερμηνευθεί με μια σειρά κακών νέων σχετικά με την μελλοντική κερδοφορία της το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Πολλοί επενδυτές μπορεί απλώς να έσπευσαν μαζικά να αγοράσουν put options οσμιζόμενοι την περιπτωση πτώσης της μετοχής, βασει ορθολογικής ανάλυσης της διαθέσιμης πληροφορίας. Η έρευνα του Chesney απορρίπτει βεβαίως αυτήν ερμηνεία ως υπεραπλουστευτική, καθώς αναδεικνυει λίγες και ασυνήθιστα μεγάλες μεμονωμένες συναλλαγές από συγκεκριμένους παίκτες. Όμως τέτοιες «ευλογοφανείς» αντιρρήσεις μπορούν εύκολα να διατυπωθούν απουσία ακλόνητων τεκμηρίων.

Ομολογώ ότι, έχοντας προηγουμένως, αναφερθεί στην συνωμοσιολογία γύρω από την Τράπεζα της Ελλάδος και τους ιδρυτικούς μετόχους της, διαπίστωσα μια τεράστια διαφορά στην άνεση και την βεβαιότητα με την οποία διατύπωνα τότε τα συμπεράσματά μου και αντέκρουα αστήρικτες συνωμοσιολογίες. Στην περίπτωση της ΤτΕ όμως, το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας και η Τράπεζα της Ελλάδος μου είχαν ανοίξει τα αρχεία τους και είχα την δυνατότητα να μελετήσω τους ονομαστικούς καταλόγους των μετόχων. Είχα όλα τα δεδομένα, όλη την πληροφορία. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, οι ανεξάρτητοι ερευνητές διαπίστωσαν μια έντονη μονομέρεια από πλευράς αμερικανικών αρχών στον τρόπο με το οποίο διεξήγαγαν την επίσημη έρευνα, όσο και μια μυστικοπάθεια στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν στα αποδεικτικά στοιχεία: αυτά είναι κατεστραμμένα, μερικώς λογοκριμένα, ή  απόρρητα.

Δυστυχώς, η διατύπωση υποθέσεων χωρίς την ελπίδα αυστηρής απόδειξης (ελλείψει αποδειτικών στοιχείων!) είναι μονόδρομος όταν η επίσημη ερμηνεία παρουσιάζει κενά αποκρύπτοντας παράλληλα αποδεικτικό υλικό. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αποτελέσει επαγγελματικό νεκροταφείο για ακαδημαϊκούς ή δημοσιογράφους που θα ασχοληθούν με το ζήτημα εξετάζοντάς το από μια άλλη οπτική, πέραν της επίσημης. Κατά συνέπεια, ερευνητές με τα εργαλεία και την διάθεση να διεξαγάγουν σοβαρή ανάλυση σπανίζουν. Τα κενά αναγκάζονται να γεμίζουν ερασιτέχνες, οπότε τα τυχόν ερμηνευτικα προβλήματα μπορούν να αυξηθούν. Όμως ποιος φέρει το βάρος απόδειξης της αλήθειας, όταν τα στοιχεία είναι μη προσβάσιμα; Ποιος είναι υπέυθυνος για την κατάσταση σύγχυσης και αμφβολίας;

Είναι δίκαιο να ζητάμε από τον ερευνητή (επαγγελματία ή ερασιτέχνη) που δεν έχει πρόσβαση στα πλήρη στοιχεία να διατυπώσει μια πλήρη ερμηνεία, που να εξηγεί την παραμικρη λεπτομέρεια; Είναι δίκαιο να τον κατηγορούμε για τυχόν κενά στα συμπεράσματά του;

Κατά την γνώμη μου όχι. Μια πλήρης ερμηνεία δεν μπορεί να στηριχθεί σε γενικές παραδοχές, ευλογοφανείς υποθέσεις, και ανάλυση ελλιπών δεδομένων. Έχει απόλυτη ανάγκη της ακριβούς γνώσης συγκεκριμένων περιστατικών, προσώπων, συναλλαγών, αλληλογραφίας κλπ. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε δίκαιοι, το καθήκον του ερευνητή που αναγκάζεται να εργάζεται στα τυφλά λόγω ελλείψεως τεκμηρίων, έχει ήδη εκπληρωθεί και με το παραπάνω όταν έχει αναδείξει τα κενά της επίσημης ερμηνείας και έχει ζητήσει να καλυφθούν με την παρουσίαση νέων στοιχείων.

Παραπομπές

[1] Για ενδεικτική σειρά άρθρων της εποχής:

(α) James Doran, Insider Trading Apparently Based on Foreknowledge of 9/11 Attacks, The London Times, 18/9/2001 (http://911research.wtc7.net/cache/sept11/londontimes_insidertrading.html).

(β) Dave Carpenter, The Associated Press, Exchange examines odd jump Before attack: Many put options of hijacked planes' parent companies purchased, CJOnline, 19/11/2001 (http://cjonline.com/stories/091901/ter_tradingacts.shtml).

(γ) Profiting From Disaster?, CBS News, 19/11/2001, (http://www.cbsnews.com/news/profiting-from-disaster/)

(δ) EU Searches for Suspicious Trading, Fox News, 22/11/2001, (http://www.foxnews.com/story/2001/09/22/eu-searches-for-suspicious-tradi...).

(ε) Tom Bogdanowicz & Brooks Jackson, Probes into 'suspicious' trading, CNN.com/World, 24/11/2001 (http://web.archive.org/web/20011114023845/http:/fyi.cnn.com/2001/WORLD/e...).

Δίνονται οι αρχικοί υπερσύνδεσμοι (hyperlinks) αν είναι ακόμη ενεργοί, αλλιώς τα άρθρα συνδέονται σε αρχεία άλλων ιστοσελίδων. Για μια πιο αναλυτική καταγραφή της ειδησεογραφίας της περιόδου: Kevin Ryan, Evidence of Insider Trading on the Attacks of September 11. Did Investors have foreknowledge of the attacks?, Global Research, 23/11/2010 (http://www.globalresearch.ca/evidence-of-insider-trading-on-the-attacks-...).

[2]  Bank of America among 38 stocks in SEC's attack probe, Bloomberg News, 3/10/2001 (http://911research.wtc7.net/cache/sept11/bloombberg_BAamong38.html).

[3] The 9/11 Commission Report (2004), σσ. 172 και 499/υποσημείωση 130 (http://www.9-11commission.gov/report/911Report.pdf).

[4] SEC memo to the 9/11 Commission re: their Pre - September 11, 2001 Trading Review, σσ. 8-10 (http://911myths.com/images/2/2a/SEC_memo.pdf).

[5] Christian Berthelsen, Scott Winokur, "Suspicious profits sit uncollected / Airline investors seem to be lying low", San francisco Chronicle, 29/11/2001 (http://www.sfgate.com/news/article/Suspicious-profits-sit-uncollected-Ai...).

[6] Lars Schall, Re: Deutsche Bank Alex Brown and 9/11 Insider Trading, Foreign Policy Journal, 23/2/2013 (http://www.foreignpolicyjournal.com/2013/02/23/re-deutsche-bank-alex-bro...).

[7] SEC προς David Callahan, Re: Freedom of Information (FOIA), 5 (U.S.C.) par. 552, Request No. 09-07659,-FOIA, 23/12/2009 (http://web.archive.org/web/20100618224839/http://maxkeiser.com/wp-conten...).

[8] Scott Winokur, SEC wants data-sharing system. Network of brokerages would help trace trades by terroristsSan Francisco Chronicle, 19/10/2001, (http://www.sfgate.com/business/article/SEC-wants-data-sharing-system-Net...).

[9] Allen M. Poteshman, "Unusual Market Activity and the Terrorist Attacks of September 11, 2001", The Journal of Business 2006, 79(4), 1703-1726 (http://www.jstor.org/stable/10.1086/503645).

[10] Marc Chesney, Remo Crameri, Loriano Mancini, "Detecting abnormal trading activities in option markets", Journal of Empirical Finance 2015, 33, 263–275 (http://dx.doi.org/10.1016/j.jempfin.2015.03.008).

[11] Don Radlauer, Black Tuesday - The World's Largest Insider Trading Scam?,  International Institute for Counter-Terrorism (ICT), 19/09/2001 (https://www.ict.org.il/Article/1761/black-tuesday-the-worlds-largest-ins...).

 

Add new comment