No example of a barter economy, pure and simple, has ever been described, let alone the emergence from it of money; all available ethnography suggests that there never has been such a thing Caroline Humphrey, Barter and Economic Disintegration (1985)
Το πρόβλημα με τους νομισματικούς δείκτες «Μi»
Οι διάφορες «μορφές» χρήματος έχει καθιερωθεί να εκφράζονται με τους δείκτες «Μi», όπου i = 0, 1, 2, 3, 4, κοκ. Όσο μικρότερο το i, τόσο μεγαλύτερη είναι η ρευστότητα της κάθε μορφής χρήματος. Έτσι με Μ0 εκφράζονται τα κέρματα και τραπεζογραμμάτια, που είναι η πιο ρευστή μορφή χρήματος, με Μ1 οι καταθέσεις όψεως, κ.ο.κ, με τους ανώτερους δείκτες να αναφέρονται σε προθεσμιακές καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» χαμηλής ρευστότητας. Υποτίθεται ότι οι δείκτες αυτοί εκφράζουν με μαθηματική ακρίβεια το αντικείμενο της εργασίας των οικονομολόγων και των τραπεζιτών, το χρήμα. Στην πραγματικότητα κατέληξαν εκφράζουν με μαθηματική ακρίβεια το μέγεθος της άγνοιάς τους γύρω από αυτό.
Ο συμβολισμός αυτός φαίνεται να καθιερώθηκε από τον Keynes με την χρήση των δεικτών Μ1, Μ2 και Μ3, αν και με ελαφρώς διαφορετικό ορισμό από αυτόν που καθιερώθηκε κατόπιν,1 ενώ το Μ0 φαίνεται να εισήχθη αργότερα. Αυτό που κατάφεραν αυτοί οι δείκτες ήταν να ποσοτικοποιήσουν την – ήδη υπάρχουσα – σύγχυση των σύγχρονων οικονομολόγων ως προς το τι είναι χρήμα. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις απόψεις ενός εκ των πιο προβεβλημένων εκπροσώπων του κλάδου, του Milton Friedman.
Το 1963 ο Friedman δημοσίευσε, σε συνεργασία με την Anna Schwarz, μια μνημειώδη νομισματική ιστορία των ΗΠΑ. Αποτέλεσμα της ιστορικής αυτής μελέτης ήταν και κάποια θεωρητικά συμπεράσματα σχετικά με την φύση και τον ορισμό του χρήματος. Οι μέθοδοι και τα συμπεράσματα των δύο συγγραφέων δεν είχαν καμία σχέση με την απλότητα και καθαρότητα της Αριστοτέλειας λογικής για το χρήμα. Αφού ανέλυσαν έναν τεράστιο όγκο δεδομένων κατέληξαν ότι το άθροισμα κερμάτων, τραπεζογραμματίων και καταθέσεων όψεως2 (το Μ1 της Federal Reserve) δεν ήταν κατάλληλος ορισμός για το χρήμα. Αντ' αυτού, πρότειναν ότι ο καταλληλότερος ορισμός του χρήματος θα έπρεπε να περιέχει και τις προθεσμιακές καταθέσεις3 σε εμπορικές τράπεζες, κάτι που ήταν πλησιέστερα στο Μ2 της Federal Reserve (το οποίο εκτός των προθεσμιακών, προσμετρούσε τότε και τις καταθέσεις ταμιευτηρίου4 σε εμπορικές τράπεζες). Οι δύο συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό εκκινώντας από μια ξεκάθαρη θέση σχετικά με την αιτιώδη σχέση νομισματικών και οικονομικών μεταβολών: το χρήμα επηρεάζει την οικονομία και όχι το αντίστροφο. Έτσι το σκεπτικό τους ήταν ότι κατάλληλος ορισμός του χρήματος θα προέκυπτε από το νομισματικό δείκτη με την μεγαλύτερη στατιστική συσχέτιση με το Καθαρό Εθνικό Προϊόν (όπως το είχε μετρήσει ο Kuznets) και με το γενικό επίπεδο τιμών.5 Η στατιστική ανάλυση οδήγησε στο Μ2. Το 1970 ο Friedman επανήλθε – μαζί με την Anna Schwartz – στην επιλογή του Μ2,6 στο οποίο συνυπολόγιζε όλες τις καταθέσεις σε εμπορικές τράπεζες, όχι όμως καταθέσεις σε ταμιευτήρια. Αν και πάλι η άποψή του στηρίχθηκε στην επεξεργασία ενός πρωτοφανούς όγκου νομισματικών δεδομένων που κάλυπταν περί τον ένα αιώνα αμερικανικής ιστορίας, ο ίδιος το 1982 αμφισβήτησε τα συμπεράσματά του· σε άρθρο στο Newsweek (15/2/1982) χρησιμοποίησε το Μ1 για τις προβλέψεις του. Οι προβλέψεις αυτές απέτυχαν δραματικά (η αύξηση του πληθωρισμού που προέβλεψε δεν ήρθε ποτέ) και από το 1984 ο ίδιος προτίμησε να ξεχάσει την αλλαγή στάσης του και να επιστρέψει στο Μ2, δικαιολογούμενος ότι ο νέος ορισμός του Μ1 ήταν πιο κοντά στον παλαιό ορισμό του Μ2.7 Ο Edward Nelson θεωρεί ανακριβή αυτήν την δήλωση, και αναλύει διεξοδικά τις ανακολουθίες των κατά καιρούς δηλώσεων του Friedman.8
Από την δεκαετία του 1970, η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος δημιούργησε νέα πιστωτικά ιδρύματα και νέα είδη χρηματοοικονοικών προϊόντων όπως τα αποδεικτικά καταθέσεως (certificates of deposit, CD), money market mutual funds (MMMF), overnight repurchase agreements (repos). Έτσι υιοθετήθηκε η μέτρηση και του δείκτη Μ3, που υπολογιζόταν από το άθροισμα του Μ2 και των καταθέσεων σε αυτά τα μη τραπεζικά ιδρύματα. Από το 1975 υιοθετήθηκε από την Federal Reserve η χρήση των δεικτών Μ4 και Μ5. Και μόνον η παράθεση των κατά τόπους και κατά περιόδους ορισμών των δεικτών Mi αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής ερευνητικής εργασίας.9 Π.χ., αλλιώς ορίζεται το Μ2 στις ΗΠΑ και αλλιώς στην Βρετανία. Αλλιώς οριζόταν στις ΗΠΑ το 1990 και αλλιώς σήμερα, ενώ από το 2006 η Federal Reserve διέκοψε την δημοσίευση στοιχείων για το Μ3. Έτσι θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι δεν έχουν φτάσει να συμφωνήσουν ούτε με τον εαυτό τους για το τί είναι χρήμα.
Η σύγχυση γίνεται πιο ανάγλυφη μέσα από μια διασκεδαστικό, αν και τρομακτικό, διάλογο μεταξύ του Allan Greenspan, τότε Προέδρου της Federal Reserve, και του Γερουσιαστή Ron Paul. Κατά την διάρκεια της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ (17/2/2000) ο Γερουσιαστής έθεσε μια σειρά «δύσκολων» ερωτήσεων σχετικά με το ύψος του κυκλοφορούντος χρήματος, όπως το μετράει ο δείκτης Μ3. Ο «μεγαλύτερος Τραπεζίτης του κόσμου» απάντησε:10
κ. Greenspan: ... Το πρόβλημα δεν είναι ότι το χρήμα είναι ασήμαντο, αλλά πώς το ορίζουμε. Εξ' ορισμού όλες οι τιμές είναι πράγματι ο λόγος ανταλλαγής ενός αγαθού έναντι χρήματος. Και αυτό που αναζητούμε είναι τι είναι αυτό. Το πρόβλημά μας είναι ότι χρησιμοποιήσαμε το Μ1 σαν αντιπροσωπευτικό του χρήματος και αποδείχθηκε δύσκολος σαν δείκτης οικονομικής κατάστασης. Μετά πήγαμε στο Μ2 και είχαμε παρόμοιο πρόβλημα. Δεν το κάναμε ποτέ με το Μ3 καθαυτό διότι αντανακλά τον βαθμό επέκτασης της τραπεζικής βιομηχανίας και δε μας λέει πολλά για το τι είναι πραγματικό χρήμα.
Η δυσκολία είναι να ορίσουμε ποιο τμήμα της δομής ρευστότητας είναι πραγματικά χρήμα... Δυστυχώς κανείς από τους δείκτες που μπορέσαμε να αναπτύξουμε, του ΜΖΜ περιλαμβανομένου, δεν το κατάφεραν.
Δρ. Paul: Άρα είναι δύσκολο να διαχειρισθείς κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις.
κ. Greenspan: Δεν είναι δυνατό να διαχειρισθείς κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις.
Παραπομπές
1 John Maynard Keynes, A treatise on Money, vol. 1, Harcourt, Brace, 1930, σελ. 150.
2 Άτοκος λογαριασμός επιχειρήσεων ή φυσικών προσώπων με εμπορική δραστηριότητα για προσωρινή τοποθέτηση χρημάτων προς άμεση διενέργεια πληρωμών. Με δυνατότητα άμεσης ανάληψης και έκδοσης επιταγών.
3 Λογαριασμός δεσμευμένος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μπορεί να γίνει ανάληψη στη λήξη της συμφωνημένης περιόδου.
4 Έντοκος λογαριασμός ιδιωτών-φυσικών προσώπων με δυνατότητα άμεσης ανάληψης μέσω ΑΤΜ ή βιβλιαρίου ταμιευτηρίου.
5 Milton Friedman, Anna J. Schwarz, A Monetary history of the United States 1867-1960, National Bureau of Economic Research, New York 1963. Για την επιλογή νομισματικού δείκτη, βλ. σελ. 4-5· για χρονοσειρές προσφοράς χρήματος, πίνακα Α-1, στήλη 8· για συσχέτιση ΚΕΠ, επιπέδου τιμών και προσφοράς χρήματος, βλ. διάγραμμα 62· για αιτιώδη σχέση νομισματικών-οικονομικών μεταβολών, βλ. σελ. 686-695·
6 Milton Friedman, Anna J. Schwarz, Monetary statistics of the United States, National Bureau of Economic Research, New York & London 1970, σελ. 80. Το Μ2 (στήλη 9 του πίνακα 1) περιλαμβάνει το Μ1 (= Μ0 + καταθέσεις όψεως) και τις προθεσμιακές καταθέσεις.
7 «My opinion is that the present M1 is, from a logical, conceptual point of view, equivalent to the earlier M2 because the essential element of the earlier M2 was that it included some interest-bearing deposits. In the past, I always found M2 to be a more reliable guide to economic events than the earlier M1. Therefore, I am inclined to believe that from here on out I will find the present M1, once it has gotten over this once-and-for-all adjustment, to be a more reliable guide than the non- interest-bearing M1.» Αναφέρεται στο: H. Robert Heller, Andrew Crockett, Milton Friedman, William A. Niskanen, Allen Sinai, Economic Outlook, Contemporary Economic Policy, 1984, 3(1), 15-52 (σελ. 51).
8 Για τις παλινωδίες του Friedman, βλ. Edward Nelson, Milton Friedman and U.S. Monetary History: 1961-2006, Federal Reserve Bank of St. Louis Review, May/June 2007, 89(3), σελ. 153-82.
9 Για μια διεξοδική ανάλυση των διεθνώς χρησιμοποιούμενων ορισμών των νομισματικών δεικτών μέχρι και το 2002, βλ.: Ewe-Ghee Lin, Subramanian S. Sriram, Factors underlying the definitions of broad money: an examination of recent U.S. Monetray statisticsand practices of othe rcountries, IMF Working Paper 03/62, March 2003.
10 Ακρόαση Επιτροπής Humphrey-Hawkins, 17/2/2000. Hearing Before the Committee on Banking and Financial Services, U.S. House of Representatives, 106th Congress, 2nd Session, σελ. 30 (http://fraser.stlouisfed.org/historicaldocs/CMPH/download/17607/CMP_106HR_02172000.pdf)
Add new comment