You may have all the money, Raymond, but I have all the men with guns.Vice President Francis Underwood, House of cards, (2013)

Γιατί «Το μεγάλο σορτάρισμα» είναι μια εξαιρετική ταινία

Τo «Μεγάλο σορτάρισμα» (The big short) αφηγείται την οικονομική κατάρρευση του 2007-08 από την σκοπιά τεσσάρων ομάδων ανθρώπων που, σχεδόν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, οσμίζονται το πόσο σάπιο είναι το τραπεζικό σύστημα και που, ως επαγγελματίες του χώρου, τοποθετούνται ώστε να επωφεληθούν από την επικείμενη κατάρρευση. Είναι μια πραγματική ιστορία, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του δημοσιογράφου Michael Lewis, και αναφέρεται σε υπαρκτούς χαρακτήρες—με αλλαγές στα ονόματα κάποιων από αυτούς.

Από το 2005, ο Michael Burry (Christian Bale), πρώην νευροχειρουργός και διαχειριστής του hedge fund Scion Capital, ασχολείται με πρωτοφανή επιμονή με τα χρηματιστηριακά προϊόντα που ονομάζονται mortgage-backed securities (MBS). Τα συμβόλαια αυτά ομαδοποιούν χιλιάδες στεγαστικά δάνεια με τα οποία Αμερικανοί πολίτες είχαν χρηματοδοτήσει την αγορά του σπιτιού των ονείρων τους. Εξετάζοντας ένα προς ένα τα δάνεια που συνθέτουν τα μεγαλύτερα MBS, ο Burry διαπιστώνει ότι είχαν γίνει τόσες πολλές δανειοδοτήσεις προς αναξιόχρεους δανειολήπτες που πολλά δάνεια σύντομα θα «κοκκίνιζαν». Το πρόβλημα μεγάλωνε διότι τα MBS γίνονταν προϊόντα στοιχήματος σε ένα δεύτερο επίπεδο, με τα collateralized debt obligations (CDO), τα οποία ομαδοποιούν τα κακά δάνεια πολλών MBS. Και μετά σε τρίτο επίπεδο, με τα «CDO στο τετράγωνο» που ομαδοποιούν πολλά CDO.

Ο Burry προέβλεψε ότι με το πέρας της διετούς περιόδου χάριτος (χαμηλού σταθερού επιτοκίου), η έναρξη των κυμαινόμενων επιτοκίων θα «κοκκίνιζε» πολλά στεγαστικά δάνεια, κατακρημνίζοντας τα MBS και εν συνεχεία τα CDO. Βλέποντας μια ευκαιρία που κανείς άλλος δεν είχε δει, θέλησε να ποντάρει σε αυτήν την κατάρρευση «σορτάροντας» την αγορά των MBS. Καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχε συμβόλαιο που να προβλέπει κάτι τέτοιο—τα στεγαστικά δάνεια θεωρούνταν ακλόνητα—ο Burry ζητά από τις μεγαλύτερες τράπεζες να το δημιουργήσουν για λογαριασμό του. Τελικά, οι Deutsche Bank και Goldman Sachs, γελώντας πίσω απ’ την πλάτη του, συμφώνησαν και έφτιαξαν τα πρώτα credit default swaps (CDS) ειδικά για τίτλους στεγαστικών δανείων. Τα CDS ήταν ασφαλιστήρια συμβόλαια σε περίπτωση χρεωκοπίας ενός νομικού προσώπου, π.χ. ενός MBS. Καθώς όμως μπορούσε κάποιος να τα αγοράσει ακόμη κι αν δεν είχε «δανείσει» το εν λόγω νομικό πρόσωπο (δεν είχε αγοράσει MBS), ουσιαστικά ήταν στοιχήματα κατάρρευσης. Ήταν σαν να ασφαλίζεις το σπίτι του γείτονά σου για τον κίνδυνο πυρκαγιάς: αμέσως μετά ήθελες να καεί το συντομότερο δυνατό για να σε πληρώσει η ασφαλιστική. Και ο Burry έκανε το ασφαλιστήριο όταν το σπίτι ήδη καιγόταν.

Σιγά-σιγά η ιδέα του άρχισε να διαρρέει. Ένα hedge fund της Morgan Stanley υπό την ηγεσία ενός ευερέθιστου και παθολογικά ακριβιδίκαιου αναλυτή· ένας trader της Deutsche Bank με λευκασμένα δόντια και μαύρισμα σολάριουμ· μια μικρή επενδυτική εταιρεία που ξεκίνησε στο γκαράζ δύο φίλων και που ζητά την βοήθεια ενός απόμαχου τραπεζίτη. Όλοι αποφασίζουν να δουν την πραγματικότητα κατάματα και να ποντάρουν ενάντια στο ρεύμα. Και επωφελούνται πέρα από κάθε φαντασία...

Η ταινία περιγράφει την τρέλα της στεγαστικής φούσκας όχι μόνον μέσα από τα μάτια των παραπάνω ηρώων, αλλά και μέσα από την οπτική των συνηθισμένων ανθρώπων. Μιας στρίπερ με πέντε σπίτια και ένα διαμέρισμα, τα οποία έχουν δύο υποθήκες το καθένα. Ενός οικογενειάρχη που πληρώνει τακτικά το νοίκι του, ενώ ο σπιτονοικοκύρης έχει υποθηκεύσει το ακίνητο στο όνομα του... σκύλου του. Δύο ντήλερ στεγαστικών που περηφανεύονται για τα θαλασσοδάνεια που εγκρίνουν και τις παχυλές προμήθειες που εισπράττουν μεταπωλώντας τα στις τράπεζες.

Τελικά οι μεγάλες τράπεζες θα μυριστούν την πορεία των πραγμάτων και θα αρχίσουν διακριτικά να αγοράζουν κι εκείνες CDS, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξεφορτωθούν τους τοξικούς τίτλους που είχαν στα βιβλία τους. Μέχρι να το καταφέρουν, συνεχίζουν να δίνουν αποτιμήσεις ΑΑΑ σε τίτλους-σκουπίδια, σε συμπαιγνία με τους οίκους αξιολόγησης.

Η ταινία είναι κόλαφος για τους επαγγελματίες των χρηματοοικονομικών, τους οποίους σκιαγραφεί σαν πωρωμένους θαμώνες στριπτητζάδηκων και καζίνο, σαν εγωπαθείς βλάκες με πανάκριβα κοστούμια. Ακόμη και οι «ήρωες» δεν γλιτώνουν από τα πυρά της. Δεν είναι μόνον ο αντιπαθής ντήλερ με το ψεύτικο μαύρισμα (Ryan Gosling) που εκτελώντας χρέη αφηγητή εξομολογείται ότι στο κάτω-κάτω δεν είναι αυτός ο ήρωας. «Τα ακούνε» ακόμη και οι δύο νεαροί και συμπαθητικοί επενδυτές. Όταν πανηγυρίζουν για το ντηλ που μόλις έκαναν, καταχεριάζονται από τον βετεράνο φίλο τους (Brad Pitt), ο οποίος τους ξεκαθαρίζει ότι θα πλουτίσουν από την δυστυχία που θα επιπέσει σε εκατομμύρια συνανθρώπων τους.

Η ταινία ασχολείται με την θεματολογία ταινιών όπως το Rollover (1981), Wall Street (1987), Rogue trader (1999), Boiler room (2000), Margin call (2011), Too big to fail (2011) και Ο λύκος της Wall Street (2013). Η αξία της έγκειται στο ότι εξηγεί με απλά λόγια, γλαφυρό τρόπο, δυνατή αφήγηση και με δόσεις χιούμορ τα εγκλήματα που κατέστρεψαν ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Καθώς τα εγκλήματα αυτά δημιουργήθηκαν στα μυαλά μαθηματικών και δικηγόρων ώστε να είναι ακατάληπτα ακόμη και από έμπειρους επαγγελματίες, σε κάποια μικρά «διαλείμματα» διάφοροι σταρ τα «κάνουν λιανά». Ο σεφ Anthony Bourdain περιγράφει τα CDO σαν μια ψαρόσουπα από τα απούλητα μπαγιάτικα ψάρια που του ξέμειναν στο εστιατόριο. Η τραγουδίστρια Selena Gomez εξηγεί τα συνθετικά CDO σαν μια σειρά στοιχημάτων πάνω σε στοιχήματα, πάνω σε άλλα στοιχήματα, πάνω σε μια ριξιά στην ρουλέτα.

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που «τα ακούει» η ταινία. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι η παρουσίαση αυτή δεν γράφεται από κάποιον μυημένο στους κινηματογραφικούς τύπους και κανόνες οπότε μπορεί να στερείται σε τυπολογική αυστηρότητα. Κάποιος πραγματικά μυημένος μπορεί να την θεωρούσε «αποτέλεσμα μεταξύ διάλεξης για οικονομικά που δεν επέλεξες και κατ’ επέκταση δεν καταλαβαίνεις Χριστό και ταινίας που θέλεις να δεις αλλά έχασες το πρώτο τέταρτο και δεν καταλαβαίνεις τίποτε». Θα θεωρούσε ότι «θα γινόταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα για το ευρύ κοινό αν εστιαζόταν λίγο περισσότερο στις ιστορίες των χαρακτήρων τους, που μοιάζουν να είναι δευτερεύοντες». Θα αντιδρούσε στον «διαρκή βομβαρδισμό με οικονομικούς όρους». Θα την ήθελε «πιο ανθρωποκεντρική».

Θα μπορούσε αυτό να συμβαίνει διότι ο ρέκτης διακρίνει πράγματα που οι υπόλοιποι δεν υποψιάζονται. Θα μπορούσε όμως και να πρόκειται για ένα «παιδί του lifestyle και του κινηματογράφου» που αντιδρά απέναντι σε κάτι συγκεκριμένο, πεζό, πολύπλοκο και πραγματικό, παρότι αυτό καθορίζει την ζωή του. Παρότι εξηγεί το γιατί αυτό το παιδί καταλήγει να διαβάζει «άπειρα ξένα περιοδικά (καθώς τα ελληνικά έχουν κλείσει)». Παρότι εξηγεί την κατάθλιψη, την ξενιτιά, ακόμη και τις αυτοκτονίες των συμπατριωτών του. Παρότι μπορεί να κάνει το παιδί να ενηλικιωθεί.

Από την άλλη, οι ανθρώπινες ιστορίες απαιτούν μάλλον συναισθηματική εμπλοκή παρά νοητική προσπάθεια. Μέσα από αυτές η αφήγηση μπορεί να δραπετεύει από το πεζό στο ποιητικό, από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από το απόλυτο στο σχετικό. Και ταυτόχρονα να εστιάζεται στο δέντρο αγνοώντας το δάσος. Με αυτούς τους περιορισμούς, το μόνο ανεκτό επίπεδο αναφοράς στα χρηματοοικονομικά είναι εκείνο που θα βλέπαμε στο «American Psycho» ή στον «Λύκο της Wall Street», δηλαδή ενός οργίου με την Wall Street ως απλό σκηνικό.

Η ταινία καλεί το παιδί να ενηλικιωθεί και να δει τον κόσμο γύρω του όπως λειτουργεί στην πραγματικότητα. Να σοκαριστεί και να θυμώσει με αυτά που τον αφορούν. Και να θυμώσει εστιασμένα και τεκμηριωμένα.

Πολύπλοκη ταινία; Καταιγιστική αφήγηση; Βεβαίως. Την είδα και δεύτερη φορά για να την χωνέψω καλύτερα. Την ξαναείδα όμως με ευχαρίστηση.

Add new comment