You may have all the money, Raymond, but I have all the men with guns.Vice President Francis Underwood, House of cards, (2013)

Επιχειρηματικότητα και ελεύθερο λογισμικό

Επιχειρηματικότητα και ελεύθερο λογισμικό

Το άρθρο αρχικώς δημοσιεύθηκε στις «Ανιχνεύσεις» και στο ΕΛ/ΛΑΚ.

Του Θανάση Μπούνταλη*

 

Πριν πέντε χρόνια είχα αναφερθεί στον ρόλο της χρήσης ελεύθερου λογισμικού από τις κρατικές υπηρεσίες στην διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας σε έναν ψηφιακό κόσμο. Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος και για αρκετό καιρό ήθελα να αναφερθώ και στην άλλη πλευρά: στον ρόλο της κρατικής χρήσης του ελεύθερου λογισμικού στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Η σημασία του θέματος είναι ιδιαίτερα μεγάλη σήμερα, καθώς η μικρομεσαία επιχείρηση πλήττεται από όλες τις πλευρές: οι φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές εκτοξεύονται, ο κύκλος εργασιών συρρικνώνεται, ενώ το νομικό και φορολογικό καθεστώς καθιστά τον ανταγωνισμό με ξένες επιχειρήσεις από δύσκολο έως αδύνατο.

Θεμελιώνοντας την μεθοδολογία

Ο συσχετισμός επιχειρηματικότητας-ελεύθερου λογισμικού δεν είναι άμεσα ορατός. Θα πρέπει να κάνουμε δύο κρίσιμες παρατηρήσεις για να θεμελιώσουμε την μεθοδολογία που στην συνέχεια θα προτείνουμε.

Πρώτον, το κράτος, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι επίγονοι των Αυστριακών οικονομικών, δεν είναι εχθρός των αγορών, αλλά δημιουργός αγορών. Αυτό είχε αναδείξει ο Karl Polanyi στον «Μεγάλο μετασχηματισμό» ως μια βασική τακτική των υπό σχηματισμό κρατών του Μεσαίωνα στην παγίωση της εξουσίας τους. Η δημιουργία εθνικών εσωτερικών αγορών, πέρα από το επίπεδο του τοπικού παζαριού, ήταν προϊόν κρατικής επιβολής με σκοπό την επικράτηση των κεντρικών κρατών στις επιμέρους ανεξάρτητες πόλεις.

Το κράτος με απευθείας επενδύσεις δημιουργεί τις φλέβες και τις αρτηρίες μέσα από τις οποίες ρέει το αίμα του laissez faire. Από την Απία οδό μέχρι τα αμερικανικά highways, σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεγραφία, τηλεφωνία και άλλες υποδομές πάνω στις οποίες λειτουργεί το εθνικό και διεθνές εμπόριο δημιουργούνται από τα κράτη. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε δεκάδες παραδείγματα, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου. Θα πω μόνον ότι το πιο πρόσφατο παράδειγμα, η αγορά του διαδικτύου, στην οποία κυριαρχούν «καινοτόμες» επιχειρήσεις όπως η Google και η Amazon, σχεδιάσθηκε και υλοποιήθηκε εκ του μηδενός από κρατική έρευνα και επενδύσεις της Advanced Research Projects Agency, μιας κρατικής υπηρεσίας υπό το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας—και ήταν αρχικά γνωστό ως DARPANET. Όπως αναφέρει η Mazucatto, η AT&T και η IBM αρνήθηκαν υπεργολαβίες που της πρότεινε το αμερικανικό κράτος για την επέκταση των δικτυακών υποδομών, φοβούμενες ότι το «νέο μέσον» θα έβλαπτε το πελατολόγιό της. Τελικά την υπεργολαβία δέχθηκαν τα Βρετανικά Ταχυδρομεία, μια κρατική επιχείρηση.1 Τα κράτη είναι οι πιο τολμηροί επενδυτές και καινοτόμοι σε αυτό που ο Schumpeter ονόμασε «δημιουργική καταστροφή».

Δεύτερον, σε πολλές βιομηχανίες το κράτος είναι ο μεγαλύτερος, ή και ο μοναδικός, πελάτης. Ως τέτοιος, δημιουργεί πρότυπα που οι προμηθευτές έχουν συμφέρον να ακολουθήσουν αν θέλουν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς για κρατικές προμήθειες. Και αυτό απαιτεί ανάπτυξη υποδομών και τεχνογνωσίας. Όταν ο ΕΟΠΥΥ δημοσιεύει τιμοκατάλογο και προδιαγραφές για διαγνωστικές εξετάσεις, τα διαγνωστικά κέντρα συμμορφώνονται αν θέλουν να συμμετάσχουν στην παροχή διαγνωστικών υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους των δημοσίων ταμείων. Όταν το αμερικανικό Πεντάγωνο θέτει πρότυπα για το νέο Joint Strike Figher, η Lockheed Martin κάνει ό,τι μπορεί για να παραδώσει το F35. Όταν οι γαλλικοί σιδηρόδρομοι (SNCF) θέλουν να αγοράσουν αμαξοστοιχίες TGV, η Alstom επενδύει για να μπορεί να τις κατασκευάσει και εξαρτάται από τις παραγγελίες του καλού της πελάτη. Μάλιστα η πτώση στις παραγγελίες αμαξοστοιχιών προανήγγειλε προ λίγων εβδομάδων τον θάνατο της μονάδας του Belfort όπου τα πρώτα TGV κατασκευάσθηκαν το 1972. Ολόκληροι κλάδοι παροχής υπηρεσιών βασίζουν την ύπαρξή τους στις απαιτήσεις του κράτους: εκατομμύρια λογιστές παγκοσμίως βασίζουν τον βιοπορισμό τους στην υποχρέωση των πολιτών να καταθέτουν φορολογική δήλωση μια φορά τον χρόνο, και εταιρείες λογισμικού πωλούν κάθε χρόνο το προϊόν τους για την σύνταξη φορολογικών δηλώσεων.

Και αυτή την παρατήρηση πρέπει να την κρατήσουμε...

Ελεύθερο λογισμικό και ανοιχτά ψηφιακά πρότυπα στις δημόσιες υπηρεσίες

Ας ανακαλύψουμε πάλι τον τροχό και ας κάνουμε κάποιες παραδοχές...

  • Σε ένα καλά οργανωμένο κράτος προτιμώνται οι προμήθειες με την καλύτερη αναλογία κόστους/απόδοσης.
  • Σε ένα δημοκρατικό κράτος οι πολίτες μπορούν να επικοινωνούν ψηφιακά με το κράτος χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν ιδιοταγές (proprietary) λογισμικό.
  • Σε ένα κράτος δικαίου πρωταρχική σημασία έχει το όφελος των πολιτών. Το κράτος δεν λειτουργεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος εταιρειών.
  • Σε ένα κράτος που πληροί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, η πρόσβαση στην ψηφιακή πληροφορία είναι διαχρονικώς εξασφαλισμένη.

Ας εξετάσουμε υπό το πρίσμα των παραπάνω παραδοχών την περίπτωση των επεξεργαστών κειμένου, ενός από τα πιο βασικά εργαλεία που τρέχει ένας υπολογιστής μιας κρατικής υπηρεσίας.

Συνέπεια της πρώτης παραδοχής είναι ότι στους προσωπικούς υπολογιστές των κρατικών υπηρεσιών ο κειμενογράφος θα πρέπει να είναι το δωρεάν και υψηλών προδιαγραφών LibreOffice Writer και όχι το Microsoft Word [ΣτΣ: Είμαι «power user» αμφοτέρων, τους γνωρίζω καλά και μπορώ να πω ότι είναι εν γένει ισότιμοι]. Ακόμη κι αν το MS Word είχε κάποια οριακά πλεονεκτήματα (που προσωπικά θεωρώ ότι δεν έχει), οι απαιτήσεις ενός κειμενογράφου που χρησιμοποιεί ο μέσος υπάλληλος, και η συνεπαγόμενη σχέση κόστους/οφέλους, θα υπαγόρευαν στον οποιοδήποτε υπεύθυνο προμηθειών να μην αγοράσει το MS Word, αλλά να κατεβάσει την σουίτα LibreOffice δωρεάν.

Σχετικά με τα ανοιχτά ψηφιακά πρότυπα, τα αρχεία doc μετατράπηκαν σε docx, ενώ οι διαδοχικές εκδόσεις του MS Word παρουσιάζουν ασυμβατότητες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα παλιά αρχεία μερικές φορές να μην ανοίγουν με νεότερες εκδόσεις του ίδιου λογισμικού. Αντιθέτως, τα αρχεία κειμένου rtf (Rich Text Format) και odt (Open Document Text) βασίζονται σε ανοιχτά και σταθερά πρότυπα, που σημαίνει ότι η πληροφορία θα είναι πάντα διαθέσιμη, και ότι θα μπορούμε να την προσπελάσουμε χωρίς την χρήση ιδιοταγούς λογισμικού, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια (η ανάγνωση αρχείων doc/docx είναι εφικτή από τον LO Writer, αλλά με προβλήματα, καθώς αυτά βασίζονται σε κλειστά πρότυπα).

Μπορούμε τώρα να επεκτείνουμε τα παραπάνω στα υπόλοιπα τμήματα του λογισμικού: τα ιδιοταγή Windows (με τους ιούς, την διαβόητη registry, τις ενημερώσεις συστήματος που γίνονται μόνον όταν σβήνουμε τον υπολογιστή, με κάθε πρόγραμμα που πρέπει να αναβαθμίζεται ξεχωριστά, και με συστήματα που παραδίδονται χωρίς ξεχωριστό partition για τα δεδομένα, τα οποία έτσι αποθηκεύονται στο C:, κλπ, κλπ), ή μια διανομή GNU/Linux ή BSD, που είναι δωρεάν και από τον σχεδιασμό της σταθερή και ασφαλής;

Πώς θα υλοποιείτο μια τέτοια μετάβαση;

Σε μια πρώτη φάση, αρκεί μια οδηγία που θα τερματίζει τις προμήθειες ιδιοταγούς λογισμικού όταν αντίστοιχό του ελεύθερο είναι διαθέσιμο. Σε μη εξειδικευμένο λογισμικό αυτή είναι μια μετάβαση που θα μπορούσε να γίνει μέσω μιας πολύ απλής απόφασης και που θα υλοποιηθεί από τους τελικούς χρήστες. Αυτή όμως η προκαταρκτική αντιμετώπιση έχει σαφείς περιορισμούς και θα πρέπει να ακολουθηθεί από μια πιο εμπεριστατωμένη δράση.

Σε δεύτερο χρόνο λοιπόν, θα πρέπει να γίνει μια πιο οργανωμένη δράση σχετικά με τις κρατικές προμήθειες. Όσον αφορά στο λειτουργικό σύστημα, θα πρέπει να να απαιτείται τα μηχανήματα να παραδίδονται «γυμνά» (χωρίς λειτουργικό σύστημα) ή με κάποιο ελεύθερο λειτουργικό σύστημα προεγκατεστημένο. Όπως είχα διαπιστώσει, κάποιος ιδιώτης μπορεί να αγοράσει έναν «γυμνό» σταθερό υπολογιστή, αλλά αυτός μπορεί να κοστίσει πιο ακριβά απ’ ό,τι ένα περίπου ίδιο μηχάνημα με τα Windows προεγκατεστημένα. Είναι δε σχεδόν αδύνατον να αγοράσουμε ένα «γυμνό» φορητό, τουλάχιστον σε μια λογική τιμή, και τελικά αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε τον «φόρο Windows». Όμως ένας πελάτης με το μέγεθος του κράτους μπορεί να αναστρέψει τα πρότυπα των κατασκευαστών, κάτι που θα ωφελήσει και τις αγορές των ιδιωτών.

Όσον αφορά στις εφαρμογές, θα πρέπει να γίνει μια οργανωμένη προεργασία ώστε οι χρήστες να εκπαιδευθούν κατάλληλα και ώστε να μην βλαφθεί η συνέχεια της λειτουργίας των υπηρεσιών. Πιο εξειδικευμένες εφαρμογές (CAD, πρωτόκολλο, διαχείριση προσωπικού, ERP κλπ) θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτήν την φάση, καθώς είτε θα πρέπει να επιλεγούν εκ νέου είτε να επαναπαραμετροποιηθούν, με προσεκτικά προκαθορισμένα κριτήρια.

Παράλληλα, το κράτος θα άρχιζε να δέχεται διπλώματα ECDL που έχουν ληφθεί κατόπιν εκπαίδευσης σε εφαρμογές ελεύθερου λογισμικού. Οι εταιρείες πιστοποίησης θα είναι ελεύθερες να μη συμμορφωθούν, γνωρίζοντας όμως ότι η πιστοποίησή τους δεν θα αναγνωρίζεται σε κρατικούς διαγωνισμούς. Η αποδοχή της πιστοποίησης ECDL είναι (ακόμα) μεταξύ των πολιτικών που υπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια των εθνικών κρατών, που σημαίνει ότι μια τέτοια απόφαση δεν θα είχε κοινοτικές παρενέργειες.

Η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία

Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και στις αλλαγές που θα επιφέρει αυτή η μετάβαση στις δομές της αγοράς.

Παρότι οι ανωτέρω αλλαγές είναι προς την σωστή κατεύθυνση, πρέπει να απαντηθεί το ζήτημα της μεταβατικής κατάστασης: ποιος θα εγκαταστήσει το νέο λογισμικό, ποιος θα εκπαιδεύσει τους υπαλλήλους και ποιος θα συντηρεί τα συστήματα; Πολλές δημόσιες υπηρεσίες δεν έχουν δικό τους τμήμα πληροφορικής, ενώ ακόμη κι αν έχουν, αυτό μπορεί να μην είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο [ΣΤΣ: Σε μια περίπτωση, χρειάστηκε να δείξω ο ίδιος σε συνάδελφο πληροφορικό πώς στήνουμε έναν LAMP server]. Κατά συνέπεια, ένα τμήμα αυτής της μετάβασης θα δοθεί εργολαβικά.

Γιατί λοιπόν να περικόψουμε ένα κόστος (αδειών χρήσης) για να επωμισθούμε ένα άλλο;

Επί του παρόντος, οι εταιρείες που παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των εν χρήσει εφαρμογών είναι πολυεθνικές, συνεπώς αυτό το κόστος μεταφράζεται σε έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο. Είναι κόστος που δεν ωφελεί την ελληνική οικονομία ως εισόδημα.

Αντιθέτως, στο μοντέλο υιοθέτησης ελεύθερου λογισμικού, αυτό το κόστος θα μειωθεί δραματικά και θα αντικατασταθεί με κάποιο κόστος παροχής υπηρεσιών. Αυτό το κόστος θα εισπράττεται από ελληνικές, κυρίως, επιχειρήσεις που θα αναλάβουν σχετικά έργα. Πολλές από αυτές, που θα αναλαμβάνουν πιο μικρά έργα (π.χ. σε ΟΤΑ), θα είναι μικρομεσαίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα έσοδά τους αφενός θα φορολογηθούν από το κράτος, αφετέρου θα παραμείνουν στην Ελλάδα, βελτιώνοντας τους εθνικούς λογαριασμούς.

Μια παράπλευρη συνέπεια είναι ότι σταδιακά στην αγορά θα εμφανισθεί μια σειρά εταιρειών με εξειδίκευση στην εγκατάσταση, συντήρηση, και ενδεχομένως ανάπτυξη, συστημάτων ελεύθερου λογισμικού. Οι εταιρείες αυτές θα μπορούν να πουλήσουν την τεχνογνωσία τους και στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας κύκλο εργασιών όχι από την εισαγωγή προϊόντων (αδειών χρήσης ιδιοταγούς λογισμικού), αλλά από την παροχή υπηρεσιών. Αυτός ο κύκλος εργασιών, ενώ θα φορολογείται και θα αποδίδει ΦΠΑ στα κρατικά ταμεία (δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ως ενδοκοινοτική απόκτηση), δεν θα επιδεινώνει το εθνικό ισοζύγιο πληρωμών.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η παροχή υπηρεσιών αφορά σε μια δραστηριότητα στο επίκεντρο αυτού που αποκαλείται «καινοτομία». Η τεχνογνωσία που θα δημιουργήσει σε βάθος χρόνου θα μπορούσε να είναι πολύ σημαντική και ενδεχομένως εξαγώγιμη: ένας υπεύθυνος συστημάτων Windows, ουσιαστικά διαχειρίζεται και παραμετροποιεί ένα κλειστό κουτί, του οποίου τα «σπλάχνα» δεν γνωρίζει. Αντιθέτως, ο διαχειριστής μιας ανοιχτής εφαρμογής μπορεί να παρέμβει στον πηγαίο κώδικα και να την αναπτύξει. Δεν είναι περιορισμένος απλώς στο να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου στο ετήσιο σέρβις... μπορεί να «πειράξει» από την μηχανή μέχρι τα αμορτισέρ, μπορεί να χτίσει μέχρι και το δικό του αυτοκίνητο. Μπορεί, αν έχει το ταλέντο, να δημιουργήσει μια Ferrari!

Συμπερασματικά

Η υιοθέτηση ελεύθερου λογισμικού από τον δημόσιο τομέα μπορεί να συνδεθεί με την μείωση των κρατικών δαπανών, την ισοσκέλιση των εθνικών λογαριασμών, την βελτίωση της ασφάλειας των δεδομένων, την τόνωση της επιχειρηματικότητας, την αύξηση της φορολογητέας ύλης και την εγκαθίδρυση μιας καινοτόμου οικονομίας. Προφανώς χρειάζεται προσεκτικός σχεδιασμός ώστε το εγχείρημα να καρποφορήσει. Κυρίως όμως, χρειάζεται δομημένη σκέψη και πολιτικό σθένος. Όταν (όχι αν) γίνει το πρώτο τηλεφώνημα από την Microsoft Hellas, ο επιβλέπων πολιτικός προϊστάμενος θα πρέπει να δώσει μια απάντηση του επιπέδου της απάντησης που έδωσε ο Περουβιανός Γερουσιαστής Edgar David Villanueva Nuñez στον διευθυντή της Microsoft Perú.

Παραπομπές

1 Mariana Mazzucato, The Entrepreneurial State (2013), Anthem Press.

*Ο Θανάσης Μπούνταλης είναι διδάκτορας χημείας και ερευνητής στο Florida International University στο Μαϊάμι. Είναι συγγραφέας της νομισματικής ιστορίας «Το Χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001, Η ιστορία ενός θεσμού» (2016).

Add new comment