Κατά κανόνα, οι σημερινοί οικονομολόγοι δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν την ιστορία του χρήματος. Είναι πολύ ευκολότερο να την φανταστούν και να υποθέσουν τις αρχές αυτής της φανταστικής γνώσης Alaxander del Mar, A History of monetary systems (1901)
ΟΝΕ, κριτήρια σύγκλισης και δημιουργική λογιστική. Μέρος β': Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία
Καθώς όμως προχωρούσε η παραπάνω ζύμωση (βλ. πρώτο μέρος) σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο, οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν να διαχειρισθούν ένα πολύ πιο άμεσο πρόβλημα: τους ετήσιους ισολογισμούς τους, με τους οποίους ήλπιζαν να παρουσιάσουν καλή διαγωγή στο πραγματικά καίριο μέγεθος, το έλλειμμα. Το κίνητρο να παρουσιάσουν χαμηλά ελλείμματα ήταν ισχυρό, διότι αφενός ετίθετο το θέμα εισδοχής τους στο γ' στάδιο της ΟΝΕ, αφετέρου για να αποφύγουν της ποινές του ΣΣΑ.
Γερμανία
Η πρώτη διδάξασα ήταν η ίδια η Γερμανία που είχε μεγάλη ανάγκη να καταφύγει σε λογιστική μείωση των ελλειμμάτων που προέκυψαν από την ενοποίηση. Παρατηρώντας την εξέλιξη του χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, διαπιστώνει κανείς ένα άλμα από το 50,2% του ΑΕΠ το 1994 στο 58,0% το 1995. Από αυτήν την αλματώδη αύξηση, 6,6 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοιχούσαν στο χρέος των 204 δισ μάρκων της Treuhandanstalt,1 της εταιρείας που είχε αναλάβει την ιδιωτικοποίηση της περιουσίας του ανατολικογερμανικού κράτους και που αντί να αποφέρει κέρδη σημείωσε τεράστιες ζημιές. Αν οι ετήσιες ζημιές αυτού του «γερμανικού ΟΑΕ», προσμετρούντο κάθε χρόνο στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, τα ελλείμματα θα ήταν αυξημένα σχεδόν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ τα τελευταία 3-4 χρόνια πριν το 1995, θέτοντας το Γερμανικό έλλειμμα εκτός των κριτηρίων σύγκλισης. Έτσι, ο Γερμανός Υπ. Οικονομικών Theo Waigel έδωσε οδηγία στην Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία να μην τις καταχωρίσει στο έλλειμμα· αυτόν τον αμφισβητήσιμο χειρισμό απεδέχθη και η Eurostat.2 Έτσι, τα γερμανικά ελλείμματα μπήκαν κάτω από το χαλί για τα έτη 1990-1994, μέχρις ότου επανεμφανισθούν απευθείας ως κρατικό χρέος το 1995, όταν η εταιρεία απορροφήθηκε από την κρατική Eblastentilgungsfond, χωρίς ποτέ να μπουν στους ετήσιους ισολογισμούς.
Αυτές οι απότομες αναθεωρήσεις του χρέους οι οποίες, από καιρού εις καιρό, ελάμβαναν υπόψη διάφορα κρυφά ελλείμματα είχαν το εύηχο όνομα «προσαρμογή ελλείμματος-χρέους» ή «αποθέματος-ροής» (stock-flow adjustment) και οποτεδήποτε ήταν θετικές σηματοδοτούσαν κρυφά ελλείμματα που περνούσαν εκτός εθνικών λογαριασμών. Για να το καταλάβει κάποιος καλύτερα, είναι σαν μια δεξαμενή να γεμίζει σιγά-σιγά με νερό (ροή, δηλαδή ετήσια ελλείμματα) από διάφορους αγωγούς και ο όγκος του νερού της δεξαμενής (απόθεμα, δηλαδή το δημόσιο χρέος) να μετριέται τακτικά. Ειδικά όμως για κάποιους αγωγούς (π.χ. το έλλειμμα της Treuhandanstalt) η ροή αποθηκεύεται προσωρινά σε ένα ενδιάμεσο δοχείο για όσο διάστημα κρίνεται πρόσφορο. Στο τέλος το δοχείο αυτό αδειάζει στην δεξαμενή, η οποία γεμίζει απότομα.
Η δημιουργική λογιστική της Γερμανίας δεν σταμάτησε εκεί. Τον Μάιο του 1997, βασιζόμενος στην Συνθήκη του Μάαστριχτ,3 ο Waigel αποφάσισε να μειώσει το γερμανικό έλλειμμα μέσω αλλαγής των λογιστικών μεθόδων της Bundesbank, ή τουλάχιστον να το επιχειρήσει. Μέχρι τότε η Bundesbank αποτιμούσε τα αποθέματά της σε χρυσό βάσει της «αρχής της χαμηλότερης τιμής» (Niederstwertprinzip): μεταξύ της τιμής απόκτησής τους και της τρέχουσας αγοραίας τιμής, ο ισολογισμός έκλεινε με την χαμηλότερη τιμή. Εναρμόνιση αυτών των μεθόδων με των άλλων κεντρικών τραπεζών, όπως όριζε η συνθήκη, θα σήμαινε ανατίμηση των χρυσών αποθεμάτων από 13,7 σε 55,9 δισ μάρκα· ο Waigel αποφάσισε την ανατίμηση στο 60% της αγοραίας τιμής. Παρά την σύμφωνη γνώμη του Γερμανού Κεντρικού Τραπεζίτη Hans Tietmeyer, το ΔΣ της Bundesbank δεν έδωσε την συγκατάθεσή του για άμεση ανατίμηση, αλλά μόνον από το 1998, έτος εκλογών. Η απόφαση του ΔΣ είχε κομματικά κίνητρα, καθώς η σύνθεσή του είχε αλλάξει υπέρ του SPD· αναβάλλοντας μια ούτως ή άλλως προδιαγεγραμμένη απόφαση μπορούσαν να ασκήσουν αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Κολ και να πιστώσουν την μείωση του ελλείμματος σε μια μελλοντική κυβέρνηση υπό τον Gerhard Schröder. Η μείζων σύγκρουση που ακολούθησε μετατράπηκε σε διεθνές ζήτημα και έθεσε εν αμφιβόλω ακόμη το ίδιο το εγχείρημα της ΟΝΕ, ακόμη και μετά την υπαναχώρηση της κυβέρνησης Κολ τον Ιούνιο.4
Αλλά κι αν η πρωτοβουλία αυτή δεν είχε πλήρη επιτυχία, ο Waigel είχε μεγαλύτερη τύχη με την εξαίρεση των χρεών των δημοσίων νοσοκομείων από το Ομοσπονδιακό έλλειμμα. Με πρόφαση την συμμόρφωση με το λογιστικό πρότυπο ΕΣΛ79, τα δημόσια νοσοκομεία αφαιρέθηκαν από τον Δημόσιο Τομέα διότι παρείχαν και υπηρεσίες σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτή η επανακατηγοριοποίηση αφαίρεσε από τον γερμανικό προϋπολογισμό 5 δισ μάρκα (2,7 δισ δολάρια) που ισοδυναμούσαν με το 0,1-0,2% του ΑΕΠ, μειώνοντας έτσι το έλλειμμα ακριβώς στο 3,0% για το 1998.5
Γαλλία
Αλλά δεν ήταν μόνον η Γερμανία δημιουργική. Η μετοχοποίηση και ιδιωτικοποίηση της γαλλικής δημόσιας εταιρείας τηλεπικοινωνιών France Telecom τον Ιούλιο του 1996 σήμαινε την πληρωμή συνταξιοδοτικών εισφορών από την ίδια την εταιρεία σε χαμηλότερο συντελεστή (38%) απ' ότι πριν. Για την ισοστάθμιση της απώλειας των κρατικών εσόδων ο νόμος προέβλεπε την κατάθεση 37,5 δισ φράγκων (7,32 δισ δολαρίων) της εταιρείας σε ειδικό λογαριασμό του κρατικού ταμείου (Trésor Publique) από τον οποίο θα εκταμιεύονταν 1 δισ φράγκων κάθε χρόνο προς το κράτος μέχρις εξαντλήσεως του ποσού. Κατόπιν, το κράτος θα αναλάμβανε την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών. Το δημοσιονομικό όφελος ήταν διπλό, διότι η Γαλλία θα κατέγραφε μελλοντικά τις ετήσιες εισπράξεις του 1 δισ φράγκων, όμως τότε θα κατέγραφε και την είσπραξη των 37,5 δισ φράγκων μειώνοντας το έλλειμμα του 1996.6 Το ζήτημα προκάλεσε διεθνή κατακραυγή καθώς αυτή η εφάπαξ «συναλλαγή» θα μείωνε το γαλλικό έλλειμμα κατά 0,5% του ΑΕΠ.7 Το ζήτημα προκάλεσε πονοκέφαλο και στην Eurostat που είτε θα άφηνε εκτεθειμένη την Γαλλία, πολιτική ατμομηχανή της ΕΕ και της ΟΝΕ, είτε θα ζημίωνε την δική της αξιοπιστία. Στο τέλος, ο Γάλλος Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων (Yves Thibault de Silguy) και ο Γάλλος Διευθυντής της Eurostat (Yves Franchet) αποφάσισαν: θα θυσίαζαν την αξιοπιστία της Eurostat, επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΕ λειτουργούσε όχι με γνώμονα κάποιο «κοινό καλό», αλλά το εθνικό συμφέρων όσων χωρών ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να το διεκδικήσουν.
Ιταλία
Ίσως όμως σε πρωταθλήτρια δημιουργικότητας θα έπρεπε να αναδειχθεί η Ιταλία, υπό την διαχείριση του Carlo Ciampi. Tον Φεβρουάριο του 1997 η ιταλική κυβέρνηση ψήφισε νόμο φορολόγησης των εισοδημάτων του 1996, με χρόνο είσπραξης το 1997-98. Ο «ευρω-φόρος», ύψους 3,5 τρισ λιρετών, θα επιστρεφόταν το 1999, μετά την είσοδο της Ιταλίας στην ΟΝΕ, είτε ως απευθείας επιστροφή, είτε ως επιλογή αγοράς ομολόγων ιδιωτικοποιήσεων. Η τακτική αυτή ήταν εξόφθαλμη δημιουργική λογιστική, καθώς θα μείωνε το έλλειμμα της διετίας 1997-98, ρίχνοντας το βάρος στην μετά-ΟΝΕ περίοδο. Επιπλέον η κυβέρνηση επανακατηγοριοποίησε χρέος των κρατικών σιδηροδρόμων ύψους 3,7 τρισ λιρετών. Από τα δύο αυτά μέτρα, που ενέκρινε η Eurostat, το έλλειμμα του 1997 μειώθηκε κατά περίπου 0,4% του ΑΕΠ.8 Επιπλέον, χρησιμοποιώντας περίπλοκες ανταλλαγές νομισμάτων σε λιρέτες και γιεν (cross-currency swaps) με την Goldman Sachs μεταξύ 1995-98, ουσιαστικά μετέφερε πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους των ετών 1997 και 1998 σε κατοπινές ημερομηνίες. Έτσι, εκμεταλλευόμενη τα κενά της συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συστήματος Εθνικών Λογαριασμών (ESA95), μεταμφίεζε τον δανεισμό σε κέρδη από συμβόλαια παραγώγων. Το αποτέλεσμα ήταν η προσωρινή μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3%, με σοβαρό βεβαίως κόστος αμέσως μετά9 (καθώς και η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε αντίστοιχη πράξη, ο συγκεκριμένος τύπος ανταλλαγής αναλύεται εκτενέστερα σε επόμενη ανάρτηση).
Η Ιταλία πέτυχε μέσα σε ένα χρόνο μια ασύλληπτη μείωση του ελλείμματός της κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ (από 6,8% το 1996 σε 2,7% το 1997). Αλλά και για την Γερμανία ο Τέο Βάιγκελ ανακοίνωσε στις 27/2/1998 έλλειμμα 2,7% για το 1997. Αντιθέτως για το χρέος, που μόνον τέσσερις χώρες κράτησαν κάτω από το 60% του ΑΕΠ (Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Φινλανδία) η ερμηνεία θα ήταν ελαστική για να συμπεριληφθεί στην ΟΝΕ η παραβάτις Γερμανία.10
Ήταν όλες αυτές οι λαθροχειρίες κακόβουλες και μυστικές; Κάθε άλλο. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ προειδοποιούσε ότι «η Γερμανία δεν θα εκπληρώσει τα κριτήρια χωρίς δημιουργική λογιστική».11 Για το μαύρο πρόβατο, την Ιταλία, η εισδοχή ήταν βέβαιη για πολιτικούς λόγους (η Ιταλία ήταν ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ). Ο διάδοχος του Duisenberg στην ηγεσία της Nenderlandsche Bank, Nout Wellink εξηγούσε κυνικά την πηγή αυτής της βεβαιότητας: «αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν αρκετά πώς να κατασκευάσουν τους αριθμούς για να ικανοποιούν τα κριτήρια σύγκλισης».12
Παραπομπές
1 European Parliament Task Force on Economic and Monetary Union, The Federal Republic of Germany and EMU, Directorate-General for Research, Division for Economic Affairs, Luxembourg 20/4/1998, σελ. 8 (διαθέσιμο στο http://www.europarl.europa.eu/euro/country/general/d_en.pdf).
2 Jürgen von Hagen, Jürgen von Hagen, What do deficits tell us about debt? Empirical evidence on creative accounting with fiscal rules in the EU, Discussion Paper No 38/2004, Series 1: Studies of the Economic Research Centre, Deutsche Bundesbank 2004, σελ. 8 (διαθέσιμο στο http://www.bundesbank.de/Redaktion/EN/Downloads/Publications/Discussion_Paper_1/2004/2004_12_16_dkp_38.pdf).
3 Πρωτόκολλο για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, άρ. 5, παρ. 3.
4 Mark Duckenfield, The Goldkrieg: Revaluing the Bundesbank's reserves and the politics of EMU, Program for the study of Germany and Europe, Working paper series 8.6, September 1998 (διαθέσιμο στο http://www.ces.fas.harvard.edu/publications/docs/pdfs/PSGE_WP8_6.pdf).
5 James D. Savage, Making the EMU: The Politics of Budgetary Surveillance and the Enforcement of Maastricht, Oxford University Press, Oxford 2007(2005), σελ. 105-146.
6 James D. Savage, Making the EMU: The Politics of Budgetary Surveillance and the Enforcement of Maastricht, Oxford University Press, Oxford 2007(2005), σελ. 111-122.
7 Tom Buerkle, Germany Grows 'Suspicious' Over EMU, The New York Times, 5/11/1996 (διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com/1996/11/05/business/worldbusiness/05iht-emu.t_3.html).
8 Tom Buerkle, Italy's Chances for Euro Improve : Creative Accounting Gets EU's Approval, The New York Times, 22/2/1997 (διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com/1997/02/22/business/worldbusiness/22iht-tax.t_2.html).
9 Gustavo Piga, Derivatives and Public Debt Management, International Securities Market Association, Zurich 2001, σελ. 123-129 (διαθέσιμο στο http://isma.org/assets/documents/Derivatives%20and%20Public%20Debt%20Management.pdf). Ο Piga απέκτησε πρόσβαση στο συμβόλαιο της εν λόγω ανταλλαγής τυχαία, από κρατικό υπάλληλο που δεν κατανοούσε την σημασία του. Για λόγους τυπικής τήρησης της ανωνυμίας, η Ιταλία αναφέρεται ως «χώρα Μ» και η Goldman Sachs ως «ομόλογος Ν».
Σχολιασμός του παραπάνω γίνεται στο: Tyler Durden, Step Aside Greece: How Gustavo Piga Exposed Europe's Enron In 2001 - Focusing On Italy's Libor MINUS 16.77% Swap; Was "Counterpart N" A Threat To Piga's Life? 28/2/2010 (http://www.zerohedge.com/article/step-aside-greece-how-gustavo-piga-exposed-europes-enron-2001-focusing-italys-libor-minus-16).
10 Τάσος Αναστασιάδης, Ευρωσύγκλιση, η νέα ευρωευφορία, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 12/3/1998, σελ. 102-103.
11 Gerhard Schröder – Mover and shaker, Financial Times, 17/3/1997, σελ. 20.
12 David Marsh, The Euro, σελ 204.
Προσθήκη νέου σχολίου