Κανένα παράδειγμα οικονομίας αντιπραγματισμού, απλού και καθαρού, δεν έχει περιγραφεί ποτέ, πολλώ δε μάλλον η ανάδυση του χρήματος από αυτόν. Όλη η διαθέσιμη εθνογραφία υποδεικνύει ότι ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Caroline Humphrey, Barter and Economic Disintegration (1985)
Βενεζουέλα, Ελλάδα και εθνικό νόμισμα: συγκρίσεις και παρανοήσεις
Τό άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο liberal.gr
Προσφάτως υπέπεσε στην αντίληψή μου άρθρο-γνώμη του κ. Γιάννη Κουζηνού σχετικά με την πληθωριστική κρίση της Βενεζουέλας, και την οποία ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ως επιχείρημα κατά μιας ενδεχόμενης επιστροφής στην δραχμή.[1] Το άρθρο αυτό μου δίνει την αφορμή να συγκεντρώσω κάποιες σκέψεις επί του ζητήματος και ως εκ τούτου είμαι ευγνώμων στον συγγραφέα.
Όπως είχα γράψει και πριν αρκετό καιρό, το ζήτημα ενός Grexit έχει μπει στην δημόσια συζήτηση υπό καθεστώς πανικού, σπουδής, παρανόησης και υπεραπλούστευσης. Συχνά δε, στην συζήτηση υπεισέρχονται επιχειρήματα που λίγη σχέση έχουν με το εν λόγω ζήτημα, οπότε δημιουργούνται παρεξηγήσεις και εντυπώσεις. Αυτές θα ήθελα να διαφωτίσω...
Λίγα λόγια για την Βενεζουέλα
Ο κ. Κουζηνός διαμένει στην Βενεζουέλα και δεν θα αμφισβητήσω αυτό που βιώνει καθημερινώς, καθώς σέβομαι όσο λίγα πράγματα την εμπειρική παρατήρηση. Θα ήθελα όμως να σχολιάσω ότι η Βενεζουέλα, παρότι έχει εθνικό νόμισμα, βρίσκεται σε μια θέση παρόμοια με εκείνη της Ελλάδος, καθώς το νόμισμά της βρίσκεται σε κλειδωμένη ισοτιμία με το δολάριο. Αυτό συμβαίνει από τον Φεβρουάριο του 2003 όταν ο Hugo Chavez κλείδωσε το μπολιβάρ με το δολάριο στην ισοτιμία $1 = 1600 VEB για να αντιμετωπίσει μια απεργία των εργατών στην πετρελαιοπαραγωγή. Σήμερα η κλειδωμένη ισοτιμία είναι $1 = 10 bolivar fuerte (VEF), όπου «ισχυρό μπολιβάρ» είναι η νομισματική μονάδα που προέκυψε τον Μάρτιο του 2007 από το κόψιμο τριων μηδενικών.
Μιλώντας για πληθωρισμό, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κυβερνήσεις του Chavez σημείωσαν πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από τις προκάτοχές τους στον έλεγχο του πληθωρισμού. Όπως υποδεικνύουν τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η περίοδος 1999-2012 παρουσιάζει ιστορικά χαμηλά πληθωρισμού για την χώρα (παρ' ότι σε μας μπορεί να φαντάζουν υψηλά).
Μόνο από το φθινόπωρο του 2012 τα προβλήματα ξεκινούν και ο πληθωρισμός αρχίζει να διογκώνεται. Όσον αφορά στο πρώτο αυτό κύμα επανεμφάνισης του πληθωρισμού τα ακριβή αίτια είναι θέμα συζήτησης: χαμηλή παραγωγικότητα, κερδοσκοπία συναλλάγματος, πόλεμος νομίσματος, ή όλα τα παραπάνω. Όμως η ενίσχυσή του είναι προϊόν ενός ολέθριου λάθους: της κλειδωμένης ισοτιμίας και της μαύρης αγοράς που αυτή δημιούργησε.
Όπως υποδεικνύει με σημαντική τεκμηρίωση ο Ryan Malett-Outtrim, Αυστραλός δημοσιογράφος που διαμένει στην Βενεζουέλα, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα απ' όσο φαίνεται.[2] Καθώς στην Βενεζουέλα η πώληση συναλλάγματος γίνεται μονοπωλιακά από το κράτος, όποιος θέλει να ανταλλάξει τα μπολιβάρ του με δολάρια, είτε θα το κάνει διά της επίσημης οδού στην επίσημη (φθηνή) ισοτιμία, αλλά σε πολύ περιορισμένες ποσότητες, είτε στην μαύρη αγορά, αλλά με μεγαλύτερο τίμημα. Η πρώτη άνοδος του πληθωρισμού ώθησε πολλούς Βενεζουελάνους να αγοράσουν δολάρια ως μέτρο προστασίας της περιουσίας τους, καθώς προέβλεπαν ότι το μπολιβάρ θα υποχωρήσει. Αυτό αύξησε την ζήτησή τους, και κατά συνέπεια την τιμή του δολαρίου στην μαύρη αγορά, μέσω του ψυχολογικού μηχανισμού της πληθωριστικής προσδοκίας. Η επίσημη ισοτιμία ακολούθησε αλλά από πολύ μακριά. Π.χ. τον Οκτώβριο του 2012, όταν η επίσημη ισοτιμια ήταν $1 = 4,29 VEF, o Malett-Outtrim αναφέρει «μαύρη» ισοτιμία $1 = 13 VEF. Μετά έξι μήνες, το δολάριο κόστιζε 20 VEF στην μαύρη αγορά ενώ η επίσημη ισοτιμία ήταν 6,29 VEF. Είναι αυτό που ο Marc Weisbrot ονόμασε φαύλο κύκλο πληθωρισμού-υποτίμησης (inflation-depreciation spiral).[3]
Τι σημαίνει αυτό;
Πρώτον, τεράστιες απώλειες για την προστασία της επίσημης ισοτιμίας. Π.χ. τον Ιούλιο του 2013 η κρατική Sicad πωλούσε δολάρια στην αγορά προς 11 VEF όταν η μαύρη ισοτιμία ήταν 20 VEF, επιδοτώντας δηλαδή τις επιχειρήσεις με 1 δολάριο για κάθε δολάριο που τους πουλούσε. Σήμερα, με την επίσημη ισοτιμία ακόμη στο $1 = 10 VEF και την ανεπίσημη να έχει εκτοξευθεί περίπου στα 1000 VEF, κάθε δολάριο που πουλάει η κυβέρνηση της αποφέρει εθνικό νόμισμα που θα αρκούσε για λίγα αμερικανικά σεντς.
Δεύτερον, δραματικά μικρές ποσότητες συναλλάγματος για την εισαγωγή προϊόντων. Για να κάνει οικονομίες η κυβέρνηση, οι ποσότητες δολαρίων που διαθέτει είναι εξαιρετικά μικρές. Εδώ, η Βενεζουέλα έχει μια ομοιότητα με την Ελλάδα, καθώς ένας υδροκέφαλος οικονομικός τομέας (Βενεζουέλα: πετρέλαιο, Ελλάδα: τουρισμός) έχει καθυποτάξει όλους τους άλλους. Πολλά από τα βασικά αγαθά είναι εισαγόμενα, με αποτέλεσμα οι ελλείψεις συναλλάγματος να οδηγούν σε ελλείψεις βασικών διατροφικών και άλλων αγαθών καθώς οι εισαγωγείς δεν μπορούν να τα εισαγάγουν (ακόμα και τη κόκα κόλα που αναφέρει ο κ. Κουζηνός).
Τρίτον, διαφθορά. Π.χ., οι εισαγωγείς ανακάλυψαν ότι ήταν πιο προσοδοφόρο να ζητούν μια ποσότητα δολαρίων στην επίσημη (φθηνή ισοτιμία) για να εισαγάγουν ένα φορτίο, και μετά να πωλούν τα δολάρια στην μαύρη αγορά (στην ακριβή ισοτιμία). Το εισηγμένο φορτίο δεν ξεφορτωνόταν ποτέ, εξαγόταν, και μετά με νέα αίτηση συναλλάγματος επανεισαγόταν για να ξαναρχίσει το γαϊτανάκι. Δεν είναι τυχαίο το ότι η κομπίνα ονομάστηκε «καρουζέλ».
Η τραγική αυτή κατάσταση έχει πιο πολύ να κάνει με την ανικανότητα και τις διαχειριστικές εμμονές της παρούσας κυβέρνησης - ο Μαδούρο είναι ίσως το φάντασμα του Τσάβεζ και διστάζει να κάνει οτιδήποτε θα αμφισβητούσε την κληρονομιά του προκατόχου του - και λιγότερο με την ιδεολογία της. Στην παγίδα των σταθερών ισοτιμιών έπεσαν και άλλες κυβερνήσεις σαφώς διαφορετικών αποχρώσεων.
Στα καθ' ημάς, το ανάλογο προηγούμενο ήταν το ζήτημα του συναλλάγματος όταν η στερλίνα (1916) και το δολάριο (1919) εγκατέλειπαν την χρυσή βάση. Τότε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) συνέχιζε την αγορά χρυσού κατά τις επιταγές του νόμου ͵ΓΧΜΒʹ(3642)/1910 (νόμος Βαλαωρίτη), ο οποίος αποσκοπούσε στην σταθεροποίηση της δραχμής σε ισοτιμία 1:1 με το χρυσό φράγκο. Με την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την λήξη της συμμαχικής νομισματικής αλληλοστήριξης, το φράγκο και η στερλίνα άρχισαν να υποχωρούν από τις πολεμικές τους ισοτιμίες, όμως ο νόμος ͵ΓΧΜΒʹ/1910 παρέμενε εν ισχύι και η ΕΤΕ ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα «στο άρτιο» ως προς το δολάριο (παρότι είχε εγκαταλείψει την χρυσή βάση). Αυτό προκάλεσε πολλά παρατράγουδα. Κατ' αρχάς, οι Έλληνες εισαγωγείς βρέθηκαν με εμπορεύματα που είχαν αγοράσει με συναλλαγματικά διαθέσιμα από την Γαλλία, την Βρετανία και τις ΗΠΑ, με συνάλλαγμα που είχαν αγοράσει σε υψηλές ισοτιμίες ως προς την δραχμή. Τώρα, έπρεπε να τα πουλήσουν στην Ελλάδα σε δραχμές, οι οποίες τώρα ήταν αυτές ακριβές. Οι έμποροι τότε διαπίστωσαν ότι τους συνέφερε να επαναξάγουν τα εμπορεύματα στα Βαλκάνια έναντι των τοπικών υποτιμημένων νομισμάτων, ποντάροντας στην μελλοντική αύξηση της αξίας τους και να μην τα πουλήσουν για σκληρές δραχμές. Το διαμετακομιστικό εμπόριο Δύση-Ελλάδα-Βαλκάνια μετατράπηκε σε μια πρόφαση συναλλαγματικής κερδοσκοπίας.
Επιπλέον, οι έμποροι έπαψαν να πωλούν υποτιμημένα φράγκα και στερλίνες στις ελληνικές τράπεζες, ελπίζοντας πως αυτά τελικά θα ανέβαιναν. Οι τράπεζες όμως, πλην της ΕΤΕ, είχαν υποχρεώσεις στο Παρίσι και στο Λονδίνο, και δεν ήθελαν να τις εκπληρώσουν από το τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που είχαν σχηματίσει με μεγάλο κόστος όταν το φράγκο και η στερλίνα ήταν ακριβά. Τι έκαναν; Αγόραζαν συνάλλαγμα στην χρηματαγορά της Αθήνας, ακόμη και σε τιμή υψηλότερη από αυτήν της ΕΤΕ, η οποία δεσμευόταν από τον νόμο ͵ΓΧΜΒʹ/1910, και πωλούσαν δολάρια σε υψηλότερη τιμή. Η ύπαρξη διαφορετικών ισοτιμιών στην Αθήνα, στην Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι για τα διάφορα ξένα νομίσματα δημιουργούσε άπειρες δυνατότητες αρμπιτράζ για τους κερδοσκόπους που μπορούσαν να αγοράζουν φθηνά δολάρια και να πωλούν ακριβά φράγκα και στερλίνες, δρέποντας κέρδη και εξαντλώντας τα δολαριακά αποθέματα της ΕΤΕ.[4]
Άλλο παράδειγμα ήταν η «Μάχη της Δραχμής» που έδωσε ο Βενιζέλος το 1931 για να κρατήσει σταθερή την ισοτιμία προς τον χρυσό (στις 77,05 δραχμές προς το δολάριο) όταν η στερλίνα αποσύρθηκε την χρυσή βάση. Στην περίπτωση αυτή, καθώς οι αγοραπωλησίες δεν είχαν περιορισμούς, το αποτέλεσμα ήταν η αποστράγγιση του μεταλλικού της ΤτΕ. Εν συνεχεία, ο νόμος Περί Προστασίας του Εθνικού Νομίσματος περιόρισε το ύψος και τους σκοπούς της αγοραπωλησίας συναλλάγματος, σημαίνοντας την ήττα στην Μάχη της Δραχμής, και δημιουργώντας μια παράλληλη αγορά δολαρίου στην οποία η ισοτιμία ήταν πολύ υψηλότερη της επίσημης (120 δρχ τον Απρίλιο του 1932 έναντι 77,05 δρχ της επίσημης). Με την δραχμή να παραμένει ψηλά βάσει του νόμου αυτού, οι εισαγωγές αυξάνονταν. Ταυτοχρόνως, οι εξαγωγείς οσμίζονταν μελλοντική πτώση της δραχμής, οπότε καθυστερούσαν να κάνουν τις εξαγωγές τους, στρέφοντας παράλληλα το συνάλλαγμά τους στην ελεύθερη αγορά που το πωλούσαν αρκετά ακριβά.[5]
Παρά την απόσταση ενός ωκεανού και σχεδόν ενός αιώνα, οι ομοιότητες Ελλάδας-Βενεζουέλας είναι εντυπωσιακές, και έγκεινται στην παράλληλη συνύπαρξη δύο συνθηκών: (α) κλειδωμένων επισήμων ισοτιμιών και (β) μιας ελεύθερης παράλληλης αγοράς συναλλάγματος και εμπορευμάτων. Εάν αποδεχόμαστε την ύπαρξη μιας ελεύθερη αγοράς νομισμάτων και εμπορευμάτων, οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης των ισοτιμιών θα οδηγήσει αναπόδραστα σε αρμπιτράζ και κερδοσκοπία, με πολλές απρόβλεπτες συνέπειες.
Συνεπώς, η Βενεζουέλα θα πρέπει να υιοθετήσει μια κυμαινόμενη ισοτιμία με το δολάριο για να εξομαλύνει την κατάσταση, χωρίς βεβαίως να εξαντλείται στο μέτρο αυτό.
Το ελληνικό ζήτημα και ο τετραγωνισμός του κύκλου
Το ζήτημα του ενδεχόμενου Grexit έχει οδηγήσει σε απόψεις που διατυπώνονται με σχεδόν συναισθηματική φόρτιση, από σφοδρά φιλοδραχμική (ΕΠΑΜ-Καζάκης, Δραχμή 5 Αστέρων-Κατσανέβας, Σχέδιο Β-Αλαβάνος) έως έντονα αντιδραχμική (η πλειοψηφία των κομμάτων, ΜΜΕ και δημοσιογράφων). Τα επιχειρήματα συχνά χτυπούν αχυρανθρώπους, όπως το άρθρο του κ. Κουζηνού που επιτίθεται στην δραχμή μέσω Βενεζουέλας. Η πηγή των προβλημάτων της Βενεζουέλας δεν είναι το εθνικό νόμισμα αυτό καθαυτό, αλλά η νομισματική κακοδιαχείριση. Μήπως τότε θα πρέπει να μας αφαιρεθεί η διαχείριση από κάθε τομέα ευθύνης που θα μπορούσαμε να κακοδιαχειριστούμε;
Το νομισματικό ζήτημα είναι ο ιδανικός αχυράνθρωπος: ανάλογα με τις ιδεολογικές του καταβολές μπορεί κάποιος να καταδικάσει ένα κάλεσμα για εθνικό νόμισμα από «κομμουνιστική τρέλλα» έως «εθνικιστικό παραλήρημα», και ένα κάλεσμα για την παραμονή στο ευρώ από «νεοταξίτικη προδοσία» έως «νεοφιλελεύθερο εφιάλτη». Οι δύο κυρίαρχες σχολές σκέψης θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:
- Μια επιστροφή στην δραχμή θα είναι κόλαση: το νόμισμα θα καταρρεύσει, οι εισαγωγές θα παγώσουν, το εισόδημα θα εκμηδενισθεί, η ζωή θα σταματήσει, η Ελλάδα θα διαλυθεί.
- Μια επιστροφή στην δραχμή θα είναι παράδεισος: το νόμισμα θα υποτιμηθεί, οι εξαγωγές θα εκτοξευθούν, οι μισθοί θα ανέβουν, η ζωή θα ξαναρχίσει, η εθνική ανεξαρτησία θα επανέλθει.
Ενώ αμφότερες οι απόψεις τυχαίνει να έχουν δίκιο σε ορισμένα σημεία, έχουν εντούτοις κάποια σοβαρά προβλήματα στην θεμελίωσή τους:
1. Είναι μηχανιστικές και απολύτως ντετερμινιστικές: το γύρισμα ενός διακόπτη (δραχμή/ευρώ) περιγράφει με αμφιμονοσήμαντο τρόπο την μελλοντική εξέλιξη του συστήματος, ωσάν αυτο να ήταν μια καλολαδωμένη Νευτώνεια μηχανή. Ο αυτοματισμός που αυτό συνεπάγεται αναγάγει την διατύπωση πολιτικής σε μια άσκηση ματαιότητας: μετά την επιλογή μας καλούμαστε να περιμένουμε μοιρολατρικά την εξέλιξη του συστήματος σχεδόν χωρίς έλεγχο σε αυτό.
2. Είναι μανιχαϊστικές: η κάθε άποψη συνδέεται με το απόλυτο καλό και η αντίπαλή της με το απόλυτο κακό. Καμία σύνθεση δεν προβλέπεται από τους υποστηρικτές τους.
3. Κινούνται καθεμιά σε μόνο ένα προνομιακό χρονικό πλαίσιο: ενώ η φιλοδραχμική τοποθέτηση είναι καθαρά μακροπρόθεσμη, εστιάζοντας στην ευεργετική τελική κατάσταση και αγνοώντας την επικίνδυνη και δύσκολη μετάβαση, η αντιδραχμική θέση είναι καθαρά βραχυπρόθεσμη, εστιάζοντας στην δύσκολη επαύριο ενός Grexit και αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της νομισματικής κυριαρχίας (ή απώλειας αυτής).
4. Υποθέτουν απουσία εξωτερικού εξαναγκασμού: η μεν φιλοδραχμική άποψη θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί ελευθέρως να επιλέξει εθνικό νόμισμα χωρίς γεωπολιτικές συνέπειες, ενώ η αντιδραχμική άποψη προεξοφλεί την διαρκή ύπαρξη ενός σταθερού ευρώ, στο οποίο η Ελλάδα μπορεί ελεύθερα να παραμείνει. Η κατάρρευση του ευρώ δεν εξετάζεται ως ενδεχόμενο.
Όπως προανέφερα, αμφότερες οι απόψεις καταλήγουν σε κάποια σωστά συμπεράσματα, τα οποία όμως παρότι σωστά είναι αντικρουόμενα. Αυτό το παράδοξο, οφείλεται στο ότι προσπαθούμε να συμφιλιώσουμε το βραχυπρόθεσμο με το μακροπρόθεσμο. Με άλλα λόγια ο «τετραγωνισμός του κύκλου» έγκειται στο να θεραπεύσουμε έναν ασθενή χωρίς η θεραπεία να τον σκοτώσει.
Επειδή το πρόβλημα είναι τρομακτικά περίπλοκο, αυτό που δεν θα κάνω στο παρον άρθρο είναι να πάρω θέση στο θέμα του Grexit, καθώς το τι πρέπει να γίνει εξαρτάται από το πώς θα γίνει, πότε θα γίνει, από ποιον θα γίνει και σε τι πλαίσιο. Αντιθέτως, θα ήθελα να διερευνήσω κάποιους αντικειμενικούς περιορισμούς που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον σχεδιασμό πολιτικής και κατά την λήψη αποφάσεων.
Η μακροπρόθεσμη παραμονή στο ευρώ: βιώσιμη ή όχι;
Ήδη από την δεκαετία του 1970, σε συζητήσεις σχετικά με το συναλλαγματικό «φίδι» (μια συμφωνία κοινής διακύμανσης των ευρωπαϊκών νομισμάτων μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς), τονιζόταν από πολλούς αξιωματούχους και αναλυτές ότι ένα κοινό νόμισμα δεν μπορεί να εξυπηρετήσει οικονομίες με μεγάλες διαφορές ανταγωνιστικότητας. Τουλάχιστον όχι χωρίς την απευθείας μεταβίβαση πόρων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές ζώνες.
Για να το δούμε αντίστροφα, ο Georg F. Knapp έλεγε ότι από την στιγμή που δύο κράτη μοιράζονται το νόμισμά τους, ουσιαστικά γίνονται ένα κράτος. Το ερώτημα είναι αν οι πολίτες αυτού του νέου κράτους αισθάνονται την ψυχική σύνδεση ώστε να προσφέρουν δωρεάν πόρους στους κατοίκους των φτωχών περιοχών. Όπως οι κάτοικοι της Αττικής μεταβιβάζουν πόρους προς τους Ήπειρώτες μέσω κοινωνικής ασφάλισης, δημοσίων έργων, οικογενειακών επιδομάτων, επιδοτήσεων κλπ, θα δέχονταν οι Γερμανοί να κάνουν το ίδιο προς τους Έλληνες; Δωρεάν, και όχι υπο μορφή δανείου; Θεσμικά και όχι υπό μορφή έκτακτης επιδότησης;
Η ερώτηση είναι ρητορική... Όχι. Έχοντας επωμισθεί την Agenda 2010 με τις μηδενικές αυξήσεις μισθών για πάνω από μια δεκαετία, οι Γερμανοί δεν αισθάνονται καμία ψυχική σύνδεση με τους «τεμπέληδες Έλληνες». Τα παιδιά της Σαμαρίνας και οι Σουλιώτες θυσιάστηκαν δίπλα στους Μεσολογγίτες (παρότι μιλούσαν βλάχικα, αρβανίτικα και ελληνικά αντιστοίχως) διότι ειχαν την ψυχική σύνδεση που δίνει η κοινή εθνική συνείδηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμιά τέτοια ψυχική σύνδεση που να συνδέει Πολωνούς και Ιρλανδούς, Φινλανδούς και Ιταλούς. Ποτέ δεν υπήρχαν τέτοιοι δεσμοί στο παρελθόν, και σήμερα πολλές ενδείξεις υπάρχουν ότι αυτό επιδεινώνεται: το Brexit, οι προστριβές μεταξύ Γερμανίας, χωρών του Visegrad και Club Med στο μεταναστευτικό, η αποχή του Ρέντσι από την κοινή συνέντευξη Τύπου με τους Μέρκελ-Ολάντ στην Μπρατισλάβα, η άνοδος εθνικιστικών κομμάτων σε μια σειρά χωρών. Σε ένα τέτοιο επιδεινούμενο κλίμα, η ΟΝΕ δεν έχει καμία ελπίδα αν μετατραπεί σε ένωση μεταβιβάσεων.
Κατά συνέπεια, μια μη ανταγωνιστική οικονομία σε συγκατοίκηση με μια από τις πιο ανταγωνιστικές του κόσμου είναι καταδικασμένη να διευρύνει τα εμπορικά της ελλείμματα, ιδίως όταν ο οικονομικός προστατευτισμός είναι παράνομος στο Κοινοτικό δίκαιο (λέγεται «αθέμιτος ανταγωνισμός»).
Η παραμονή στο ευρώ υπό τις παρούσες συνθήκες είναι μη βιώσιμη, και τα think tank μας θα έπρεπε ήδη να καταρτίζουν ρεαλιστικές μελέτες για το πώς αυτό θα αλλάξει, δηλαδή μελέτες στις οποίες δεν θα υποθέτουν κατ' αρχήν ότι θα φτάσουμε την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Πιθανώς η επάνοδος σε εθνικό νόμισμα να είναι όντως μια αποτελεσματική τακτική για την βιωσιμότητα της εθνικής οικονομίας, όμως αυτό δεν θα πρέπει να είναι μια απόφαση αρχής (γιατί έτσι είναι «σωστό» κατά τα φιλοδραχμικά κόμματα), αλλά μια απόφαση που θα εξετάσει σειρά άλλων παραμέτρων και κινδύνων, καθώς και το επίπεδο προπαρασκευής της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους (βλ. παρακάτω).
Η σταθερότητα του ευρώ
Συνεχίζοντας την ίδια σκέψη, πρέπει να διερωτηθούμε για την εξέλιξη της ίδιας της ΕΕ και της ΟΝΕ. Με την τρέχουσα θεσμική οργάνωση, οι περιγραφείσες ανισορροπίες στις μεταβιβάσεις πόρων δημιουργούν ολοένα και ισχυρότερες φυγόκεντρες δυνάμεις. Το ίδιο συμβαίνει με την εν γένει ασύμμετρη ενοποίηση, κατά την οποία υπάρχει μια κοινή νομισματική αρχή για την ευρωζώνη αλλά 19 φορολογικές αρχές και 19 επιτόκια κρατικών ομολόγων, μια Ύπατη Εκπρόσωπος Εξωτερικής Πολιτικής αλλά 28 στρατοί και 28 εθνικά σύνορα, και μια «κυβέρνηση» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) με ένα ισχνό κονδύλι της τάξης του 1% του Κοινοτικού ΑΕΠ και χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση.
Από το 1999, οπότε και κλείδωσαν οι ισοτιμίες εν αναμονή του ευρώ, η ΕΕ μπήκε σε αυτό που ονομάζουμε «μετασταθή κατάσταση». Σε μια κατάσταση με ημερομηνία λήξης. Διακρίνω δύο κατευθύνσεις προς τις οποίες μπορεί να κινηθεί: ή προς την ολοκληρωτική ομοσπονδιοποίηση και την άρση των παραπάνω αντιφάσεων, ή προς την διάσπαση.
Όπως λένε οι Δανοί, είναι επικίνδυνο να κάνεις προβλέψεις, ειδικά σχετικά με το μέλλον. Για την πληρότητα όμως της παρούσας συζήτησης θα διακινδυνεύσω να προβλέψω ότι, δοθείσης της σημερινής δυναμικής, η μελλοντική διάσπαση είναι τουλάχιστον μια πιθανότητα και ότι το Brexit ίσως να είναι προάγγελος των μελλούμενων. Σε μια τέτοια υπόθεση εργασίας, θα πρέπει να εξετασθεί σειρά σεναρίων. Θα είναι η διάσπαση σταδιακή ή δια μίας; Θα γίνει διάσπαση στα συνιστώντα κράτη η σε ομάδες κρατών; Θα επανέλθουν τα εθνικά νομίσματα ή θα δημιουργηθούν νομισματικές ζώνες; Είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε ότι ιστορικά, τις νομισματικές ενώσεις τις διαλύουν τα ιδρυτικά και κυρίαρχα μέλη όταν πιέζονται από δικές τους ανάγκες: την Λατινική Νομισματική Ένωση την διέλυσε η Γαλλία (1920), το σύστημα Μπρέτον Γουντς οι ΗΠΑ (1971), ενώ η ίδια η Βρετανία βγήκε από μόνη της από τον κανόνα του χρυσού σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις. Δεν θα ήταν άνευ ιστορικού προηγουμένου αντί για Grexit να δούμε Gerxit, με την Γερμανία να αποχωρεί. Δεν λέω ότι είναι πιθανό, απλώς ένα ενδεχόμενο.
Το τι θα κάνει η Ελλάδα θα αποτελέσει κρίσιμο ζήτημα αν μια από αυτές τις περιπτώσεις επαληθευθεί. Και πάλι τα think tank μας θα έπρεπε να εξετάζουν όλα αυτά τα σενάρια ώστε να προτείνουν υπεύθυνους τρόπους προπαρασκευής και δράσης.
«Οι εξαγωγές θα αυξηθούν, οι εισαγωγές θα μειωθούν, η παραγωγή θα ανθίσει»
Υπάρχει μεγάλη επιχειρηματολογία σχετικά με την ευεργετική επίδραση των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτή η άποψη κρύβει ψήγματα αλήθειας, υπο ορισμένες όμως προϋποθέσεις και περιορισμούς:
Πρώτον, ότι μια οικονομία παράγει κάποια προϊόντα που προωθεί στις διεθνείς αγορές. Δεύτερον, ότι η παραγωγή των προϊόντων αυτών προέρχεται κυρίως από εσωτερικά παραγόμενες πρώτες ύλες ή εξαρτήματα, που οι τελικοί παραγωγοί αγοράζουν με εθνικό νόμισμα. Τρίτον, ότι υπάρχει μια σχετική αυτάρκεια σε βασικά προϊόντα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας του 2016, τα εξαγώγιμα πρϊόντα είναι όλο και λιγότερα, καθώς σειρά οικονομικών τομέων έχουν εξαφανισθεί. Καμία υποτίμηση της δραχμής δεν θα ωφελήσει τις εξαγωγές αυτοκινήτων, αφού η Ελλάδα δεν παράγει αυτοκίνητα. Επιπλέον, αυτές οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις θα είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας στο μέτρο που οι ελληνικές επιχειρήσεις εισάγουν τα εξαρτήματα των προϊόντων τους: πόσο φθηνότερος θα ήταν ένας υπολογιστής Turbo-X στο Amazon, όταν όλα του τα εξαρτήματα θα γίνουν ακριβότερα σε δραχμικούς όρους μετά από μια υποτίμηση; Τέλος, ακόμη κι αν τα παραπάνω υπολογισθούν και θεωρηθούν εφικτά, πόσο θα μας κοστίσουν οι ανελαστικές ανάγκες, π.χ. για την προμήθεια σιτηρών, γάλακτος, καυσίμων και διαφόρων άλλων βασικών αγαθών στα οποία είμασατε ελλειμματικοί; Αν θέλουμε μακροπρόθεσμα να αναπτυχθούμε, θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να φροντίσουμε να μην πεθάνουμε από ασιτεία.
Πολύ συχνα προτείνεται, συναισθηματικά ίσως, η άμεση επιστροφή στην δραχμή για την παλινόρθωση της οικονομίας, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί μια λεπτομερής μελέτη κόστους-οφέλους σχετικά με την επίδραση στις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Αυτό μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο αν η μεταβατική κατάσταση δεν οργανωθεί κατάλληλα.
Η εξαγορά του εθνικού πλούτου
Συνεχίζοντας το παραπάνω σκεπτικό, μια αρκετά σίγουρη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος την επαύριο του Grexit θα σημάνει και ότι οποιοδήποτε στοιχείο ενεργητικού του ελληνικού κράτους θα υποτιμηθεί αναλόγως σε αξία. Από κρατικές επιχειρήσεις και δημόσιες γαίες, έως ιδιωτικά ακίνητα και επιχειρήσεις. Η εξαγορά έναντι πινακίου φακής από ξένους «επενδυτές» θα είναι μια από τις άμεσες συνέπειες. Είναι αυτό ένα ευκταίο ενδεχόμενο και πώς θα το διαχειρισθεί η ελληνική ηγεσία;
Μισθοί-επίπεδο διαβίωσης
Πάλι συνεχίζοντας στο ζήτημα της υποτίμησης, μαζί με το νέο εθνικό νόμισμα θα υποτιμηθεί η αγοραστική αξία και των ελληνικών μισθών. Στο μέτρο δε που οι μισθοί θα δαπανώνται σε εισαγόμενα αγαθά (απουσία ελληνικών υποκατάστατων) τα οποία θα ακριβαίνουν, αυτό θα ισοδυναμεί με άμεση πτώση της αγοραστικής δύναμης. Αν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς αρώματα Armani, μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς σιτηρά;
Νομισματική ανεξαρτησία: με την δραχμή θα είναι απόλυτη;
Στα 185 χρόνια ιστορίας του ελληνικού νομίσματος, ένα συνεχές δίλημμα ήταν αυτό της ισοτιμίας. Κλειδωμένη ή κυμαινόμενη; Υποτίμηση ή ανατίμηση; Ο λόγος ήταν το διεθνές εμπόριο κι εν γένει οι διεθνείς πληρωμές. Υπό αυτό το πρίσμα, ποτέ η νομισματική ανεξαρτησία δεν ήταν απόλυτη, καθώς η άσκηση πολιτικής έπρεπε να λαμβάνει υπόψη μια πλειάδα παραμέτρων. Το ίδιο πρόβλημα έχουν σήμερα και χώρες της ΕΕ που είναι εκτός ευρωζώνης (π.χ. Δανία) ή ακόμη και εκτός ΕΕ (π.χ. Ελβετία). Από το 1999 μέχρι σήμερα η Δανία έχει κρατήσει την ισοτιμία στις 7,46 κορώνες/ευρώ μεσα σε όρια του ±0,5%, που σημαίνει ότι η νομισματική της κυριαρχία είναι σχετική - από δορυφόρος του γερμανικού μάρκου μετατράπηκε σε δορυφόρος του ευρώ. Αλλά και η Ελβετία μεταξύ 2011-2015 είναι κλειδώσει την ισοτιμία του φράγκου με το ευρώ στα 1,2 φρ/ευρώ για να αποφύγει την υπερβολική ανατίμηση.
Σε ένα ενδεχόμενο Grexit, είναι πολύ πιθανό ότι η πολιτική ισοτιμιών θα σχεδιασθεί με γνώμονα το ευρώ, όπως παλιότερα με το ECU, που σημαίνει ότι η νομισματικη κυριαρχία θα ήταν de facto περιορισμένη.
Ο εξωτερικός παράγοντας
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήρθε λίγο μετά την πτώχευση του 1893. Στην ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης, οι έξι μεσολαβήτριες δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία) έβαλαν στο άρθρο 2.3 μια παράγραφο για την εξασφάλιση της πληρωμή των ελληνικών χρεών. Ήταν το άρθρο της Διεθνούς Οικονομικης Επιτροπής, ή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) όπως έγινε ευρύτερα γνωστός και που έληξε επισήμως το 1978. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι πιστωτές δεν είχαν απολύτως κανέναν ρόλο στο ξέσπασμα του πολέμου, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν της Τουρκία για εισπράκτορα για να εξασφαλίσουν τα δάνειά τους. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1871, οι εταίροι μας στην Λατινική Νομισματική Ένωση, η Γαλλία και η Ιταλία, απειλούσαν με κανονιοφόρους όταν θεώρησαν ότι θίγονται εταιρείες τους στο ζήτημα των Λαυρεωτικών.
Ο γεωπολιτικός παράγοντας ιστορικά περιπλέκεται με τον οικονομικό και είναι αφέλεια να παραβλέπεται αυτή η πραγματικότητα στον σχεδιασμό πολιτικής. Μια οικονομιστική επιχειρηματολογία μπορεί να παράγει άρθρα για οικονομικά περιοδικά, όμως είναι αφελές να αγνοείται από την εκτελεστική εξουσία όταν σχεδιάζει την πολιτική της.
Μια μονομερής απόφαση Grexit, και ενδεχομένως μερικής ή πλήρους χρεωκοπίας, δεν θα μείνει αναπάντητη και αυτό θα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό. Πολλώ δεν μάλλον όταν δεν είμαστε ούτε Ισλανδία, ούτε Ιρλανδία, και όταν δεν έχουμε τους ίδιους γείτονες με το Βέλγιο.
Συμπερασματικά
Όπως είπα, δεν πρόκειται να κάνω συστάσεις για το δέον γενέσθαι, διότι το δέον γενέσθαι δεν είναι σταθερά αλλά συνάρτηση πολλών μεταβλητών, μια εκ των οποίων είναι ο χρόνος και η συγκυρία. Αυτό που επιχείρησα να κάνω ήταν να χαρτογραφήσω κάποιους υφάλους που κρύβονται σε αμφότερες τις πορείες.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι κανένα ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να θεωρείται ταμπού, ακόμη κι αν φαίνεται απίθανο την δεδομένη στιγμή. Οι δραχμόφιλοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι με καλές προθέσεις και κακούς χειρισμούς η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει ανθρωπιστική και εθνική κρίση, ενώ οι ευρώφιλοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σε μερικά χρόνια μπορεί το ευρώ να είναι ένα κεφάλαιο της νομισματικής ιστορίας - πόσοι άραγε θυμούνται την δραχμή-φράγκο της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης;
Όταν συζητούμε για εθνικές επιλογές, η μόνη υπεύθυνη στάση είναι όλα τα ενδεχόμενα να πέφτουν στο τραπέζι, χωρίς μελοδραματισμούς και χωρίς παρωπίδες. Όλα να εξετάζονται ψυχρά, να διερευνώνται εξονυχιστικά, και να αποτιμώνται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, χωρίς ιδεολογικές εμμονές και χωρίς συναισθηματικές κορώνες.
Παραπομπές
[1] Γιάννης Κουζηνός, Η ζωή με Εθνικό Νόμισμα και 700% πληθωρισμό, Liberal.gr, 22/9/2016 (http://www.liberal.gr/arthro/79866/apopsi/edo-benezouela/i-zoi-me-ethnik...).
[2] Ryan Mallett-Outtrim, Does Venezuela’s Crisis Prove Socialism Doesn’t Work?, Counterpunch, 25/5/2016 (http://www.counterpunch.org/2016/05/25/does-venezuelas-crisis-prove-soci...).
[3] Marc Weisbrot, 4 Steps To Fix Venezuela’s Economy, Fortune, 20/2/2016 (http://fortune.com/2016/02/20/venezuela-oil-bolivar/).
[4] Αθανάσιος Κ. Μπούνταλης, Το Χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001. Η ιστορία ενός θεσμού, 2η έκδοση, MIG Publishing 2016, σσ. 192-199.
[5] Το Χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001, σσ. 232-238.
Προσθήκη νέου σχολίου