Κατά κανόνα, οι σημερινοί οικονομολόγοι δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν την ιστορία του χρήματος. Είναι πολύ ευκολότερο να την φανταστούν και να υποθέσουν τις αρχές αυτής της φανταστικής γνώσης Alaxander del Mar, A History of monetary systems (1901)
Τοπικά νομίσματα: ιστορία και προοπτικές
Το πρόσφατο ξέσπασμα της οικονομικής και νομισματικής κρίσης είχε ως αποτέλεσμα την εξέταση του χρήματος ως θεσμού. Ακόμη σημαντικότερο ήταν το ότι η συζήτηση αυτή άρχισε να γίνεται και από τους πολίτες. Το δίλημμα της παραμονής, ή όχι, στο ευρώ είναι μόνον ένα τέτοιο παράδειγμα. Ένα άλλο είναι η συζήτηση και προσπάθεια για θεσμοθέτηση τοπικών νομισματικών μονάδων που θα εκδίδονταν από πρωτοβουλίες πολιτών για να τονώσουν τις τοπικές οικονομίες. Μια ιστορική αναδρομή είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε τις δυνατότητες αυτών των νομισμάτων.
Ως επί το πλείστον εξετάζω το χρήμα ως έναν κρατικό θεσμό, ο οποίος είχε πλήρη ισχύ εντός μιας επικράτειας, ή που αντιστρόφως, όριζε μια επικράτεια βάσει του χώρου στον οποίο είχε ισχύ. Όμως το κράτος, όπως το εννοούμε, δεν διατήρησε παντού και πάντοτε ανόθευτο το μονοπώλιο της έκδοσης χρήματος· είτε χρήματος που εξέδιδε απευθείας το ίδιο, είτε χρήματος που εξέδιδε υπεργολαβικά διαμέσου των εκδοτικών τραπεζών. Μικρότερου μεγέθους και περιορισμένης εμβέλειας νομικά ή φυσικά πρόσωπα εξέδιδαν κατά καιρούς το δικό τους νόμισμα, το οποίο γινόταν αποδεκτό όχι λόγω του κρατικού εξαναγκασμού αλλά λόγω προσωπικών σχέσεων και της εγγύτητας με τους συναλλασσόμενους σε αυτό.
Από την τουρκοκρατία η εκκλησία φαίνεται να ήταν ο κυριότερος εκδότης «ενοριακών» νομισμάτων. Αν και, τυπικώς, προορίζονταν για χρήση εντός του ναού ώστε να μην προκαλούν τον δυνάστη, τύγχαναν ευρύτερης κυκλοφορίας εντός της ενορίας. Τέτοια νομίσματα γνωρίζουμε ότι εκδόθηκαν στην Προύσσα, στο Τεπετζίκ, στα Ταταύλα, το Σουσουρλούκι, ενώ το παράδειγμα φέρεται να μιμήθηκαν και οι άλλες μειονότητες (Αρμένιοι, Εβραίοι).1 Αλλά και στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, η Λιάτα μας παραπέμπει σε σειρά τοπικών νομισμάτων εκκλησιαστικής χρήσης – τους «καημέδες», ή «μάρκες», ή «μπιλιέτα» – που κυκλοφορούσαν στο Νυμφαίο, την Καστοριά, την Δράμα, την Σαμοθράκη, την Μυτιλήνη και αλλού.2 Και στην Κρήτη, ο Κλεάνθης Σιδηρόπουλος αναφέρει ότι η έλλειψη μικρής αξίας νομισμάτων, δηλαδή ψιλών, οδήγησε στην χρήση χαλκονομισμάτων με τοπική εμβέλεια:3
«[μ]άρκες, μπιλιέτα, επισημάνσεις σε τουρκικά χάλκινα νομίσματα κ.α.» που «χρησιμοποιήθηκαν σε περιορισμένη τοπικά χρήση κάθε φορά από ενορίες, δημογεροντίες αλλά και σχολεία, καφενεία και εμπόρους και σε μιά περίπτωση από έναν διευθυντή ανασκαφών, με την ανοχή των τουρκικών αρχών σε μια ευρύτατη περιοχή από τη Μακεδονία και τα παράλια της Μ. Ασίας ως την Καππαδοκία και τον Πόντο».
Το φαινόμενο συνεχίσθηκε και μετά την Τουρκοκρατία σε περιόδους έλλειψης κρατικών νομισμάτων. Π.χ. το 1880 οι Συριανοί εξέδωσαν κερματικά νομίσματα που έφεραν μια άτυπη κλίμακα τιμών.4 Το 1933 εκδόθηκαν μάρκες για την πληρωμή μισθών για την αποπεράτωση του Ναού στους Μανταμάδες Λέσβου.5 Φαίνεται ότι αυτή η έκδοση συνέβαινε οποτεδήποτε και οπουδήποτε το κρατικό χρήμα ήταν ανύπαρκτο, είτε λόγω πιστωτικής συρρίκνωσης, είτε λόγω κρατικής κατάρρευσης. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Πέτρας Σάμου στο τέλος της γερμανικής κατοχής, όταν ο τοπικός ιερέας τύπωσε κέρματα των 5, 10 και 20 δραχμών6με την ένδειξη «ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ».7
Χρήμα όμως εξέδωσαν και οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις.8 Το ΚΚΕ εξέδωσε κουπόνια εισφορών είτε σε δραχμές είτε σε οκάδες σταριού, που αποδείκνυαν ότι ο κομιστής είχε πληρώσει την εισφορά του ώστε να μην επιβαρύνεται πάλι. Αν και αυτά δεν προορίζονταν για ανταλλακτικό μέσον, το ότι ήταν ανώνυμα τους προσέδιδε το χαρακτηριστικό που ο Schumpeter είχε διακρίνει στο καπιταλιστικό χρήμα, εκείνο της μεταφέρσιμης κατάθεσης.9 Εφόσον δηλαδή τα κουπόνια ήταν ανώνυμα, τίποτα δεν εμπόδιζε κάποιον να τα «αγοράσει» (έναντι κάποιου προϊόντος ή υπηρεσίας) από εκείνον που τα είχε στην κατοχή του, αν ήθελε να αποφύγει την καταβολή εισφοράς. Έτσι, αλλάζοντας οπτική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αρχικός κάτοχος θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει ως χρήμα για μια αγορά του. Δεν είναι γνωστό αν τέτοιες συναλλαγές όντως έγιναν με αυτά τα κουπόνια, αλλά το γεγονός ότι δεν ήταν αριθμημένα προφανώς διευκόλυνε κάτι τέτοιο.
Είναι μεγάλη η πρόκληση για τον ιστορικό να συγκρίνει όλες τις παραπάνω εκδόσεις με τις «Τοπικές Εναλλακτικές Μονάδες» (ΤΕΜ) ή «κοινωνικά νομίσματα» που ανακοίνωσαν διάφορες συλλογικότητες με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους του 2010. Την ανακοίνωση του «οβολού» το 201010 ακολούθησαν το «μπουτσούνι» στην Κέρκυρα,11 το «καερέτι» στο Λασίθι,12 το «μαϊδί» στην Κω,13 οι μονάδες ΤΕΜ στην Μαγνησία.14 Αυτά τα τοπικά νομίσματα συνόδευσε μια έκρηξη καλεσμάτων για συμμετοχή σε «ανταλλακτικές οικονομίες» και «τράπεζες χρόνου», που προέβαλλε ακόμη και ο Τύπος της περιόδου.15 Από τις εξαγγελίες τους αυτές οι απόπειρες φαίνεται ότι δεν κατανοούσαν κάποια ιστορικά δεδομένα αναβιώνοντας την παράδοση των τοπικών νομισμάτων.
Πρώτον: τα τοπικά νομίσματα δεν λειτούργησαν παρά μόνο σε στενή γεωγραφική περιοχή και συνήθως όταν οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την άνετη χρήση του κρατικού νομίσματος. Στις περιπτώσεις αυτές βοηθούσαν μεν να λειτουργεί μια τοπική οικονομία, αλλά μόνον στο μέτρο που αυτό δεν ενέπλεκε εξωτερικούς παράγοντες οι οποίοι δεν είχαν κανέναν λόγο να αποδεχθούν κάποιο τοπικό νόμισμα. Το μπιλιέτο ενός καφενείου ή μιας εκκλησίας είναι πιθανόν ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα,
Δεύτερον: αυτά τα τοπικά νομίσματα δεν φαίνεται να είχαν τον μεγαλεπήβολο στόχο της αντικατάστασης του κρατικού νομίσματος, αλλά τον πολύ πιο περιορισμένο στόχο του αναπληρωματικού ανταλλακτικού μέσου.
Τρίτον: και ίσως σημαντικότερο, το ότι στις πλείστες των περιπτώσεων την έκδοση των τοπικών νομισμάτων αναλάμβανε η εκκλησία, που αποτελούσε τον πιο διαχρονικό οργανωμένο θεσμό στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, και συνεπώς το πλησιέστερο υποκατάστατο του κράτους σε κάποιες από λειτουργίες του. Αντιθέτως, στα σύγχρονα παραδείγματα, το υποκείμενο που εκδίδει τα διάφορα «κοινωνικά νομίσματά» είναι κάποια πρωτοβουλία πολιτών με αμφίβολη θεσμική παρουσία. Ακόμη και στο διάσημο παράδειγμα του τοπικού νομίσματος της Αυστριακής πόλης του Wörgl, το νόμισμα εξέδιδε ο Δήμος. Στην περίπτωση αυτή μια απλή δικαστική απόφαση, δηλαδή η κρατική εξουσία, ήταν αρκετή για να αναστείλει το εγχείρημα.
Με άλλα λόγια, η ιστορική εμπειρία υποδεικνύει ότι νομίσματα χωρίς κρατική στήριξη μπορούν μεν να υπάρξουν, αλλά με πολύ περιορισμένο ρόλο, αμφίβολη αποτελεσματικότητα και μόνον με την κρατική ανοχή. Δηλαδή είναι κατάλληλα για ad hoc λύσεις ανάγκης, αλλά μακροπρόθεσμα τις λύσεις θα πρέπει να δώσει η κατάλληλη διαχείριση του κρατικού χρήματος.
[Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Το χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001. Η ιστορία ενός θεσμού» (2016)]
Παραπομπές
1 Κώστας Χατζιώτης, Τοπικά ενοριακά χαρτονομίσματα, Καθημερινή, 4/2/1996 (ένθετο, σελ. 14-15).
2 Λιάτα, σελ. 22 και παραπομπές: (α) Α. Π. Τζαμαλής, Χάρτινες Εκκλησιαστικές Μάρκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Συλλέκτης, τχ. 46-50, Αθήνα 1979. (β) Haris Kutelakis, Un modo singolare di relazioni commerciali a Tilo nel 19° secolo, Actes du IIe..., τ. 1, σ. 335-345. (γ) Νικ. Αργ. Λούστας, Η ιστορία του Νυμφαίου-Νεβέσκας-Φλωρίνης, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 236. (δ) Γ. Ν. Αικατερινίδης, Εκκλησιαστικά νομίσματα επί τουρκοκρατίας. Η περίπτωση της Σαμοθράκης, Ε' Συμπόσιο Λαογραφίας Βορειοελλαδικού χώρου (Ηπειρος-Μακεδονία- Θράκη) Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1989, σ. 11-38. (ε) Γιώργος Γκολόμπιας, Καστοριανά νομίσματα τοπικής κυκλοφορίας, Collectio 13 (10/93) 72-75. (στ) Στρατής Ι. Αναγνώστου, Πλαστές πρώιμες κοντραμάρκες Μυτιλήνης, Collectio 11 (4/93) 3-4. (ζ) Ν. Ρουδομέτωφ Νομίσματα τοπικής κυκλοφορίας ή υποκατάστατα νομισμάτων στη Δράμα και στην περιοχή της κατά τα τελευταία 30 χρόνια της τουρκοκρατίας, Ανακοίνωση στο Συνέδριο «Η Δράμα και η περιοχή-της. Ιστορία και πολιτισμός», 19-22/5/1994. (η) Ν. Ρουδομέτωφ, Νομίσματα τοπικής κυκλοφορίας ή υποκατάστατα νομισμάτων που κυκλοφορούν στη Νιγρίτα και στη Βισαλτία τα τελευταία τριάντα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Η Νιγρίτα - Η Βισαλτία δια μέσου της ιστορίας», Νιγρίτα 27-28/11/1993, Νιγρίτα 1995, σ. 193-202.
3 Κλεάνθης Σιδηρόπουλος, σελ. 247.
4 Πατρίς, αρ. 732, 31/5/1880 (αναφέρεται στο: Κοκκινάκης, σελ. 593).
5 Γεράσιμος Νοταράς, σελ. 436.
6 Αναστάσιος Π. Τζαμαλής, Χαρτονομίσματα της Κατοχής, Καθημερινή, 4/2/1996 (ένθετο, σελ. 16).
7 Γεράσιμος Νοταράς, σελ. 437.
8 Γεράσιμος Νοταράς, σελ. 408-411.
9 Schumpeter, History of economic analysis, Routledge 2006 (1954), σελ. 302.
10 Λίνα Γιάνναρου, Στροφή στην εναλλακτική οικονομία του «οβολού», Καθημερινή, 8/6/2010 (διαθέσιμο στο http://www.kathimerini.gr/395519/article/epikairothta/ellada/strofh-sthn-enallaktikh-oikonomia-toy-ovoloy).
11 http://boutsouni.blogspot.gr/ (το καταστατικό ψηφίσθηκε στις 20/11/2011).
13 Κως: Μία εναλλακτική οικονομία με νόμισμα το «μαϊδί», Άρδην, 12/4/2012, http://ardin-rixi.gr/archives/5039 (η ιστοσελίδα του νομίσματις: http://kyklos-kos.gr/).
15 Βλ. π.χ.: (α) Νατ. Μπ., Χ. Τ. , Καταργήστε το ευρώ, πληρώστε με οβολό, Ελευθεροτυπία, 28/5/2010 (διαθέσιμο στο http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=28%2F05%2F2010&id=167042). (β) Ανδρέας Ρουμελιώτης, Νόμισμα από τον τόπο σου..., Ελευθεροτυπία, 29/3/2011 (διαθέσιμο στο http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=263171). (γ) Βάλια Μπαζού, Ούτε δραχµή, ούτε ευρώ, επιστροφή στον οβολό!, Το Ποντίκι, 11/7/2011 (διαθέσιμο στο http://topontiki.gr/article/19279).
Προσθήκη νέου σχολίου