No example of a barter economy, pure and simple, has ever been described, let alone the emergence from it of money; all available ethnography suggests that there never has been such a thing Caroline Humphrey, Barter and Economic Disintegration (1985)

Χρήμα και τράπεζες σε μια κεντρικά σχεδιασμένη καπιταλιστική οικονομία

Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο μπήκε και επισήμως στο στρατόπεδο των «φιλελεύθερων» οικονομιών. Σε καθαρώς ιδεολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο ο διαχωρισμός των οικονομιών αυτών από τις κεντρικά σχεδιασμένες σοσιαλιστικές οικονομίες ήταν κάθετος. Πρακτικώς όμως, η Ελλάδα εκείνης της περιόδου αποτελεί ακόμη μια επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε κάποια αμιγώς φιλελεύθερη/καπιταλιστική ή αμιγώς σχεδιασμένη/σοσιαλιστική οικονομία. Όπως ο Σοβιετικός κομμουνισμός περιγράφηκε ως «υπαρκτός σοσιαλισμός», για να τονισθεί η απόσταση του από τον ιδεατό σοσιαλισμό, έτσι και η Ελλάδα μπορεί να περιγραφεί ως ακόμη μια οικονομία υπαρκτού καπιταλισμού. Δηλαδή, ενός καπιταλισμού μακριά από το καπιταλιστικό ιδεώδες.

Το ελληνικό οικονομικό θαύμα σχετίζεται άμεσα με έναν σφιχτό κεντρικό σχεδιασμό. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, κεντρικές αποφάσεις είχαν ληφθεί για την όδευση της ελληνικής μεταπολεμικής οικονομίας. Η υλοποίησή τους ξεκίνησε με την κατεύθυνση του χρήματος στις επιλεγμένες δραστηριότητες από ειδικούς οργανισμούς. Ο Οργανισμός Τουριστικής Πίστεως (1946) και η Κεντρική Επιτροπή Δανείων1 (ΚΕΔ, 1948), σε συνδυασμό με προϋπάρχοντα αντίστοιχα πιστωτικά ιδρύματα (ΑΤΕ, ΤΤ, Τράπεζα Υποθηκών, Εθνική Κτηματική) ανέλαβαν να κατευθύνουν την ρευστότητα σε επιλεγμένες επενδύσεις. Και όπως φαίνεται από την ίδρυση του ΟΤΠ, η τουριστική ανάπτυξη ήταν μια συνειδητή απόφαση που ελήφθη και υλοποιήθηκε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Στην κατοπινή περίοδο αυτή η τακτική εντάθηκε καθώς δημιουργήθηκαν επιπλέον τέτοια ιδρύματα2 που κάλυψαν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της ρευστότητας με μακροπρόθεσμα δάνεια, το οποία οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούσαν εύκολα να χορηγήσουν. Στην πρώτη φάση της «χρυσής» περιόδου της δραχμής η ρευστότητα της αγοράς ήταν σε μεγάλο βαθμό το χρήμα που επενέδυε το κράτος στην οικονομία, είτε αυτό ήταν κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, είτε πιστώσεις κρατικών τραπεζών.

Η ενίσχυση του μακροπρόθεσμου δανεισμού ήταν κεντρικό στοιχείο του οικονομικού σχεδιασμού, ο οποίος υλοποιήθηκε και μέσω των επιτοκίων καταθέσεων. Τα επιτόκια για καταθέσεις όψεως σχεδόν εκμηδενίστηκαν την δεκαετία 1956-66 (από 7 σε 0,75%), ενώ γενικότερα ευνοήθηκαν, αν και ήπια, οι προθεσμιακές καταθέσεις (επιτόκια 5,75-7% το 1966) σε σχέση με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, που είναι ουσιαστικώς και εκείνες όψεως (επιτόκια 5-5,5% το 1966).3 Επιπλέον, με αποφάσεις της ΝΕ οι εμπορικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να δεσμεύουν τμήμα των καταθέσεών τους se μακροπρόθεσμα δάνεια για χρηματοδότηση της ανανέωσης μηχανολογικού εξοπλισμού4 και να επενδύουν σε έντοκα γραμμάτια και ομολογίες του Δημοσίου.5

Ως κεντρικό συντονιστικό όργανο όλων αυτών των οργανισμών παγιώθηκε η Νομισματική Επιτροπή. Αφενός, η σύνθεσή της άλλαξε, με την συμμετοχή Βρετανού υπηκόου να καταργείται το 19556 και Αμερικανού το 1957.7 Αφετέρου, από το 1960 έλαβε μόνιμο χαρακτήρα, με την λειτουργία της να παρατείνεται επ' αόριστον, μέχρι πράξης διακοπής της λειτουργίας της από το Υπουργικό Συμβούλιο.8 Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ο Διοικητής της ΤτΕ συμμετείχε στην ΝΕ, Πρόεδρος αυτής ήταν ο Υπ. Συντονισμού (ή Εθν. Οικονομίας) και μέλη της άλλοι 3-4 Υπουργοί. Ο σκληρός πυρήνας του κράτους, και όχι η οιονεί ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα, είχε τον πιο προβεβλημένο θεσμικό ρόλο.

Στα πλαίσια αυτού του «κεντρικά σχεδιασμένου καπιταλισμού», το νομισματικό και τραπεζικό σύστημα ετέθη σταδιακά σε σειρά περιορισμών και ελέγχων. Οι Σουμπενιώτης και Τσαγκαλάς9 κατέταξαν τους κυριότερους περιορισμούς που θεσμοθετήθηκαν την περίοδο αυτή σε τέσσερις κατηγορίες:10

Υποχρεωτικές δεσμεύσεις επί στοιχείων του παθητικού: Μεταξύ 1957-1987 οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να διαθέτουν το 15% του συνόλου των καταθέσεών τους (5% για τις μικρές) σε παραγωγικές επενδύσεις, δηλαδή στεγαστικά δάνεια επαγγελματικής στέγασης, επενδύσεις (ή δανεισμό για επενδύσεις) σε μετοχές και ομόλογα βιομηχανικών, εξαγωγικών, τουριστικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων, και δανεισμό σε επενδυτικές τράπεζες. Επίσης, μεταξύ 1966-1993, ποσοστό επί των δραχμικών καταθέσεων έπρεπε να κατευθύνεται σε δάνεια προς την βιοτεχνία.

Ποσοστιαία πιστωτικά όρια επί στοιχείων του παθητικού (reserve ratios): Τα μακροπρόθεσμα δάνεια μιας τράπεζας δεν μπορούσαν να ξεπερνούν το 25% συγκεκριμένων στοιχείων του παθητικού της: καταθέσεων ιδιωτών, δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, και ειδικών πιστωτικών οργανισμών, συν το 25% των καταθέσεων ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση και προθεσμιακών (10% για τις μικρές). Επίσης, οι τράπεζες δε μπορούσαν να κατέχουν άνω του 5% των μετοχών εταιρειών των «παραγωγικών» κλάδων (βιομηχανικών, μεταλλευτικών, εξαγωγικών, τουριστικών), ώστε αυτές να διοχετεύονται στην κεφαλαιαγορά. Τέλος δεν μπορούσαν να επενδύουν άνω του 15% του συνόλου του παθητικού τους σε ομόλογα ΔΕΗ, ΟΤΕ και του Δημοσίου.

Διοικητικός καθορισμός επιτοκίων (και προμηθειών): Τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων καθορίζονταν – συνήθως υπό μορφή ανωτάτων και όχι σαφώς καθορισμένων τιμών – έτσι ώστε αυτές να κατευθύνονται σε «παραγωγικές» επενδύσεις στην βιομηχανία και στις εξαγωγές και όχι σε «μη παραγωγικές» στην κατανάλωση και το εμπόριο. Οι επιθυμητοί κλάδοι έχαιραν χαμηλοτέρων επιτοκίων χορηγήσεων, ανεξαρτήτως του δανειολήπτη, ενώ το ύψος τους που συνήθως βρισκόταν κάτω από τον πληθωρισμό σήμαινε ότι ουσιαστικά οι καταθέτες επιδοτούσαν τους δανειλήπτες.

Σύστημα δεσμεύσεων-αποδεσμεύσεων: Σύμφωνα με το σύστημα αυτό που εισήχθη το 1966, οι χορηγήσεις προς μη επιθυμητούς τομείς επιβαρύνονταν με μια ποινή, που είχε την μορφή υποχρεωτικής άτοκης κατάθεσης στην ΤτΕ ως ποσοστό του ύψους των χορηγήσεων αυτών (δέσμευση). Αντιθέτως, οι χορηγήσεις προς τους επιθυμητούς κλάδους επιβραβεύονταν από παροχή δωρεάν κεφαλαίων (αποδεσμεύσεις).

Εκτός από την κατεύθυνση της οικονομίας προς συγκεκριμένες δραστηριότητες, οι περιορισμοί αυτοί επηρεάζουν και την ποσότητα χρήματος, και ειδικότερα των ανωτέρων νομισματικών δεικτών (π.χ. όριζαν ελάχιστες χορηγήσεις προς συγκεκριμένους κλάδους, δημιουργώντας ένα απόλυτο κατώφλι του πολλαπλασιαστή χρήματος).

Εν ολίγοις, στο νομισματικό πεδίο η Ελλάδα ήταν μια σφιχτά σχεδιασμένη οικονομία παρά τα όσα πρέσβευαν και δήλωναν οι συντηρητικές κυβερνήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτό το πλέγμα νόμων και κανόνων άρχισε να ξηλώνεται από το 1982 με την ψήφιση του νόμου 126611 που καταργούσε την ΝΕ, καθώς και από μια σειρά άλλων μέτρων που τον ακολούθησαν· ήταν η πρώτη περίοδος του Θατσερισμού και της αναβίωσης του φιλελευθερισμού. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι αυτές οι μονεταριστικές πολιτικές που οδήγησαν σταδιακά στην πλήρη ανεξαρτησία της ΤτΕ υιοθετήθηκαν στην Ελλάδα, όπως και στην Γαλλία, από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις.

Παραπομπές

1 Το 1954 αντικαταστάθηκε από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ).

2 Ο Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ, 1959), η Τράπεζα Επενδύσεων (1962), η Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΕΒΑ, 1963) και η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ, 1964) από συγχώνευση των ΟΤΠ, ΟΒΑ και ΟΧΟΑ.

3 Τα πρώτα πενήντα χρόνια, σελ. 568.

4 Τα πρώτα πενήντα χρόνια, σελ. 572.

5 Απόφαση της ΝΕ 1032/8 της 11/1/1957, δυνάμει του ν. 3745/1957.

6 ΒΔ της 20/9/1955 (ΦΕΚ 278Α, 8/10/1955, σελ. 2332).

7 ΝΔ 3760 της 31/8/1957 (ΦΕΚ 190Α, 23/9/1957, σελ. 1465).

8 ΝΔ 4108 της 14/9/1960 (ΦΕΚ 150Α, 23/9/1960, σελ. 1602)

9 Δημήτριος Σουμπενιώτης, Αλέξανδρος Τσαγκαλάς, Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πορεία προς την αποκανονικοποίηση των μέσω πιστοδοτικής πολιτικής. Από το συλλογικό Γ. Πιπερόπουλος, Τιμητικός Τόμος εις μνήμην Αναπληρωτή Καθηγητή Απόστολου Κομπότη (1953-2003), Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Θεσσαλονίκη 2006 σελ. 577-617 (διαθέσιμο στο http://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/2079/1/soumpeniotis_tsagkalas_timitik_kobotis.pdf).

10 Επιπλέον, στην κατηγορία των υποχρεωτικών χορηγήσεων αναφέρουν την υποχρεωτική χρηματοδότηση των δημοσίων επιχειρήσεων (1981-1994), των προβληματικών (1982-1985) και των οπωροκηπευτικών (1983-1985). Επίσης αναφέρουν και την κατηγορία των δεσμεύσεων επί στοιχείων του παθητικού που περιελάμβανε υποχρεωτικές καταθέσεις στην ΤτΕ (1972-1987), υποχρεωτικές επενδύσεις σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (1973-1993), αντικρυστικές καταθέσεις (1980-1985) και εποχιακές καταθέσεις (1976-1980).

11 Ν. 1266 της 2/7/1982 (ΦΕΚ 81Α, 2/7/1982, σελ. 645-648).

Add new comment