You may have all the money, Raymond, but I have all the men with guns.Vice President Francis Underwood, House of cards, (2013)

Ευρώ, αριστερά και επιχειρήσεις

Με την ελληνική κρίση χρέους του 2010 ξεκίνησε στην Ελλάδα μια συζήτηση σχετικά με την θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Πολλοί σχολιαστές πρότειναν μια αποχώρηση από την ΟΝΕ και επάνοδο στην δραχμή, υποδεικνύοντας ότι το σκληρό ευρώ στραγγάλιζε την ελληνική οικονομία και ακύρωνε την οποιαδήποτε ελπίδα για επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όπως αναφέρω σε άλλο άρθρο, οι σχολιαστές που ασπάσθηκαν αυτήν την άποψη προέρχονταν από διάφορους πολιτικούς χώρους. Καθώς όμως αρκετοί προέρχονταν από τον χώρο της Αριστεράς (Κώτσας Λαπαβίτσας, Δημήτρης Καζάκης, ΚΚΕ) αλλά και από τον ίδιο τον Συνασπισμό/ΣΥΡΙΖΑ (Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΟΕ, ΚΕΔΑ, εφημερίδα Αυγή), δημιουργήθηκαν κάποιες εντυπώσεις.

Πρώτον, ότι εκτός του ΚΚΕ, και ο Συνασπισμός/ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπέρ μιας τέτοιας αποχώρησης, κάτι που τελευταία χρησιμοποιεί η Νέα Δημοκρατία ως φόβητρο για τυχόν ανέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Παρά τις ρητές δηλώσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη, διεξάγεται ένας πόλεμος εντυπώσεων μέσω υπερπροβολής των απόψεων της «Αριστερής πλατφόρμας».

Δεύτερον, ότι η ελληνική «ανανεωτική» Αριστερά εμφορείται από μια εν τοις πράγμασι αντινεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία εκφράζεται και στο νομισματικό πεδίο. Ότι δηλαδή αντιτίθεται στην ΟΝΕ, το επιστέγασμα του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού.

Κατά πόσον όμως όμως ακριβείς αυτές οι εντυπώσεις, τουλάχιστον ως προς το νομισματικό ζήτημα; Κατά πόσον η Ελλάδα «κινδυνεύει» από ένα grexit σε περίπτωση εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Κατά πόσον η ελληνική «ανανεωτική» Αριστερά αφίσταται της νεοφιλελεύθερης νομισματικής ατζέντας, όχι σε ιδεολογικούς, αλλά σε πρακτικούς όρους; Για να το διαπιστώσουμε αυτό, θα πρέπει να συγκρίνουμε τις απόψεις επιχειρήσεων και κομισιόν με εκείνες της (μη κομμουνιστικής) Αριστεράς στο θέμα της ΟΝΕ και του ευρώ.

ΟΝΕ και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις

Όταν οι Μιτεράν, Κολ και Γκένσερ παραλάμβαναν από τους Ζισκάρ και Σμιτ το εγχείρημα του κοινού νομίσματος, το προώθησαν με την ίδια θέρμη. Τις προσπάθειές τους αυτές πλαισίωναν από αρκετά νωρίς έντονες επιχειρηματικές πιέσεις από ευρωπαϊκές πολυεθνικές (Fiat, Philips, Volvo),1 οι οποίες ζητούσαν την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς για να αντιμετωπίσουν την πτώση της διεθνούς τους ανταγωνιστικότητας απέναντι στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ήδη από το 1985, ένα τέτοιο αίτημα είχε διατυπώσει ο Πρόεδρος της Philips, Wisse Dekker,2 που μάλλον έβλεπε με ανησυχία τον ανταγωνισμό από τις ιαπωνικές ηλεκτρονικές συσκευές.

Σε αυτό το κλίμα οι, απόστρατοι πλέον, Ζισκάρ και Σμιτ ανακοίνωναν στις 13/11/1986 την ίδρυση της μη κυβερνητικής Committee for the Monetary Union of Europe (CMUE) η οποία εκκινούσε από το πολιτικό σκεπτικό των δύο ανδρών, με σκοπό να μετατρέψει το ECU σε ένα πλήρες ευρωπαϊκό νόμισμα,3 που θα συμπλήρωνε αλλά δεν θα υποκαθιστούσε τα εθνικά.4

Ο Ζισκάρ πόνταρε πολύ στην υιοθέτηση του ECU από τις επιχειρήσεις, πέρα από τις χρηματαγορές και στις αγορές ομολόγων. Έτσι, μετά την ίδρυση της CMUE αναζήτησε την στήριξη μεγάλων επιχειρήσεων που θα προωθούσαν από την δική τους πλευρά την πολιτική του ατζέντα. Και το πέτυχε με ένα διαφορετικό σχήμα: στις 6/10/1987 έγινε η πρώτη συνάντηση της Association for the Monetary Union of Europe (AMUE) στα γραφεία του Giovanni Agnelli της FIAT. Η AMUE ήταν μια ομάδα πίεσης για την νομισματική ενοποίηση, που θα είχε ρόλο συμπληρωματικό της CMUE. Ιδρυτικά μέλη της ήταν τα μεγαθήρια της ευρωπαϊκής βιομηχανίας (Philips, Fiat, Rhône-Poulenc, Solvay και Total), στα οποία ήρθαν να προστεθούν και άλλες μεγάλες βιομηχανίες (Daimler Benz, Bosch κλπ), τράπεζες (Deutsche Bank, Credit National, Dresdner Bank, Commerz Bank), καθώς και επιχειρηματικές ενώσεις (ΣΕΒ, Confindustria, κ.ά.).5 Πολύ στενή ήταν η σχέση της και με το ERT (European Round Table of Industrialists) – για κάποια περίοδο επικεφαλής και των δύο ήταν ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Philips, Wisse Dekker – μια πανίσχυρη οργάνωση βιομηχάνων που το 1991 έκανε δραματική έκκληση για υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος από τις κοινοτικές χώρες.6

Σταδιακά όμως η AMUE ανέπτυξε την δική της ατζέντα, που υπερφαλάγγιζε εκείνη του Ζισκάρ και της CMUE. Μέχρι τότε η χρήση του ECU από τις επιχειρήσεις αφορούσε στην αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου: π.χ., οι αποδόσεις ομολόγων σε ECU ήταν πολύ πιο σταθερές σε σχέση με τις αποδόσεις σε μάρκα ή λιρέτες και ο συναλλαγματικός κίνδυνος μικρότερος. Με την υποχώρηση όμως του πληθωρισμού και της συναλλαγματικής αστάθειας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αυτός ο ρόλος έχασε την σημασία του. Αυτό που ήθελαν οι επιχειρήσεις δεν ήταν ένα παράλληλο, αλλά ένα μοναδικό νόμισμα που δεν θα τις επιβάρυνε με το κόστος μετατροπής. Π.χ., για το Club Méditarrané το παράλληλο ECU θα ήταν άχρηστο: οι πελάτες του στα διάφορα θέρετρα ανά την Ευρώπη θα έπρεπε να μετατρέπουν τα εθνικά τους νομίσματα σε ECU για χρήση εντός του θερέτρου. Κατόπιν, κάθε θέρετρο θα έπρεπε να ξαναμετατρέπει τα ECU σε κάποιο εθνικό νόμισμα για να κάνει τις προμήθειές του τοπικά, να μεταφέρει τα κέρδη στην μητρική επιχείρηση, κλπ. Το κόστος μετατροπής θα διπλασιαζόταν με την χρήση του παράλληλου ECU.7 Όταν λοιπόν η έκθεση της Επιτροπής Ντελόρ έκανε λόγο για ένα μοναδικό νόμισμα, η AMUE ανέφερε ότι είχαν ληφθεί υπόψη οι περισσότερες από τις προτάσεις που είχε καταθέσει στο Ευρωκοινοβούλιο και την Κομισιόν.8 Οι απόψεις αυτές της AMUE αποκρυσταλλώθηκαν την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία η Κομισιόν δούλευε στο One Market, One Money, το οποίο θα αποτελούσε και την έκφραση της Κοινοτικής πολιτικής για την ΟΝΕ.9

Ακόμη όμως και η AMUE συνειδητοποίησε ότι ένα καθαρά εμπορικό νόμισμα δεν είχε μέλλον. Σε μια μελέτη που ετοίμασε η Ernst & Young για λογαριασμό της AMUE τονίσθηκε ότι το νέο νόμισμα θα έπρεπε να χαίρει θεσμικής στήριξης ώστε οι επιχειρήσεις να το αγκαλιάσουν. Αυτό σήμαινε ότι τα κράτη δεν αρκούσε να το αποδεχθούν· θα έπρεπε να το κάνουν το μοναδικό τους νόμισμα, σύντομα και αποφασιστικά (μέχρι το 1997) και οι κεντρικές τους τράπεζες να στηρίξουν την υπό σχεδιασμό ΕΚΤ: η κρατική φύση του χρήματος είχε υιοθετηθεί, έστω και ασυνείδητα, από τους επιχειρηματίες, ακόμη κι αν μιλούσαν για ένα νόμισμα της αγοράς.10

Μέχρι το 2001 η AMUE ήταν πανταχού παρούσα στην στήριξη της ΟΝΕ, ετοιμάζοντας μελέτες, μιλώντας με αξιωματούχους των εθνικών κυβερνήσεων, της Κομισιόν, του ΕΝΙ και των Κεντρικών Τραπεζών. Χρηματοδότησε την κυκλοφορία εκατομμυρίων εντύπων και την διεξαγωγή εκατοντάδων εκδηλώσεων. Σύμφωνα με το newsletter της, η AMUE οργάνωσε 1112 συνέδρια για την νομισματική ενοποίηση από το 1989 έως το 1998, δηλαδή με συχνότητα άνω των 100 ανά έτος. Την διετία 1997-1998 διοργάνωσε 90 συνέδρια στην δύσπιστη Γερμανία, 40 εκ των οποίων έγιναν κατόπιν αιτήματος, ή με την ενεργό συμμετοχή, Γερμανών βουλευτών.11

Η AMUE συνέβαλλε περισσότερα από την απλή προώθηση μιας προϋπάρχουσας ιδέας, συμμετέχοντας ενεργά στην διαμόρφωση βασικών χαρακτηριστικών της. Πριν ακόμα από την σύσταση της Επιτροπής Ντελόρ, που έδωσε το προσχέδιο της ΟΝΕ, η AMUE είχε διατυπώσει πολύ παρόμοιες απόψεις προς την νομισματικής ενοποίηση.12 Λίγο νωρίτερα, ο ίδιος ο Ντελόρ είχε αναγνωρίσει σε κοινή συνέντευξη Τύπου με μέλη της AMUE (22/2/1988) ότι «οι μάνατζερ των εταιρειών όχι μόνον μας ακολουθούν, αλλά συχνά προηγούνται», ενώ τις παραμονές της Συνδιάσκεψης του Ανόβερου – κατά την οποία συνεστήθη η Επιτροπή Ντελόρ – η AMUE ανακοίνωνε την στήριξή της για μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.13

Ο ρόλος της AMUE έχει αγνοηθεί από πολλούς ιστορικούς που εστίασαν κυρίως στην δράση εκλεγμένων πολιτικών, κοινοτικών αξιωματούχων, κυβερνήσεων ή διεθνών οργανισμών· από τις ελάχιστες αναφορές που έχουν γίνει μια τουλάχιστον έχει καταγγελτικό τόνο.14 Όμως αυτή η σιωπή δεν ήταν προϊόν συγκάλυψης, καθώς δύο πρώην στελέχη της AMUE εξιστόρησαν με υπερηφάνεια, διεξοδικότητα, και χωρίς ίχνος ενοχής, τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην απόφαση υλοποίησης της ΟΝΕ.15 Μάλιστα, η άποψή τους για την φύση του χρήματος ως ιδιωτικού – και όχι κρατικού – θεσμού καλωσορίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, στην οποία παρατίθεται ως θέσφατο η άποψη του Menger ότι το χρήμα δεν είναι νομικό δημιούργημα και κρατικός θεσμός, αλλά «κοινωνικός» – υπονοώντας «της αγοράς».16

Ευρώ και οι Έλληνες επιχειρηματίες

Από αρκετά νωρίς θέση υπέρ του ευρώ πήραν οι Έλληνες βιομήχανοι· ο ΣΕΒ ήταν μέλος της AMUE ήδη από το 1990,17 οι Σπύρος Λάτσης (EFG Eurobank) και Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος (ΤΙΤΑΝ) συμμετείχαν στο Διοικητικό της Συμβούλιο18 και ο Ιωάννης Ηλιόπουλος (Αντιπρόεδρος της Ι. Μπουτάρης & Υιός) συμμετείχε στην ομάδα εργασίας αγοράς.19 Τον Φεβρουάριο του 2000 η AMUE μετρούσε 20 μέλη από την Ελλάδα20 και τα μέλη αυτά παρείχαν συνεχή και συνεπή στήριξη στον στόχο της ΟΝΕ. Σε ημερίδα του ΙΟΒΕ με θέμα: «Προετοιμασία για τη Μετάβαση στη Νομισματική Ένωση» (25/11/1994), τόσο ο Πρόεδρος του ΙΟΒΕ Δημήτρης Μαρινόπουλος, όσο και ο Γιάννης Μπουτάρης ετέθησαν αναφανδόν υπέρ της ελληνικής συμμετοχής.21

Ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Μαδρίτης τον Δεκέμβριο του 1995, ο ΣΕΒ εξέθεσε τις απόψεις του περί της ΟΝΕ στον Άκη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος τότε εκτελούσε χρέη Πρωθυπουργού. Συγκεκριμένα, οι βιομήχανοι προσέβλεπαν στην διεύρυνση της ΕΕ για την πρόσβαση σε φθηνές αγορές εργατικού δυναμικού (Βουλγαρία, Ρουμανία κλπ), αλλά και στην υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Πεποίθησή τους ήταν ότι αυτό θα έκανε πιο ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα, καθώς θα μείωνε τα κόστη τους, και ότι θα δημιουργούσε περιβάλλον σταθερότητας.22 Ταυτόσημες ήταν και οι απόψεις του τραπεζικού κόσμου, τουλάχιστον στο μέτρο που δημοσιεύονταν.23 Σε ειδικό αφιέρωμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου, στην στήριξη της συμμετοχής στην ΟΝΕ, εκτός από τους συνήθης αρθρογράφους (Νίκος, Χριστοδουλάκης, Γιώργος Αλογοσκούφης, Πάνος Καζάκος, Νίκος Γκαργκάνας), φιλοξενήθηκε και ο Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος, μέλος της διοίκησης της ΤΙΤΑΝ Α.Ε. και υπερδραστήριο μέλος πολλών αλληλοσυνδεόμενων οργανώσεων παντός τύπου.24 Στην τοποθέτησή του υποστήριξε ότι το κόστος της μη ένταξης θα ήταν μεγάλο και ότι οι θυσίες για την ένταξη θα προσέφεραν ανταμοιβές αργότερα.25 Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο εκπρόσωπος του τραπεζικού κόσμου, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank, Νίκος Νανόπουλος, ο οποίος ζωγράφισε μια ειδυλλιακή εικόνα μετά την είσοδο στην ΟΝΕ.26

Η «ενημερωτική» εκστρατεία επιχειρηματιών και τραπεζιτών σχετικά με το ευρώ περιέλαβε και την ελληνική έκδοση ενός πονήματος 63 σελίδων του Economist Intelligence Unit ως ένθετο του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Την έκδοση χρηματοδότησαν οι εταιρείες Eurobank, Εθνική Ασφαλιστική, IBM, Ιντρακόμ, Εθνική Χρηματιστηριακή και Διεθνική ΑΕΔΑΚ.27 Χαρακτηριστικό της προχειρότητας και πνευματικής ένδειας του ελληνικού επιχειρηματικού και τεχνοκρατικού κατεστημένου ήταν ότι η μελέτη ήταν μετάφραση μιας βρετανικής που αφορούσε στο ενδεχόμενο εισδοχής της Βρετανίας στην ΟΝΕ. Μοναδική απόπειρα πνευματικού κόπου από ελληνικής πλευράς ήταν ένας πρόλογος από τον Γιάννη Στουρνάρα, στον οποίο ο Έλληνας τεχνοκράτης μηρύκαζε με πιστότητα την έξωθεν επιβεβλημένη νομισματική ορθοδοξία.

ΟΝΕ και αριστερά

Μια αξιοσημείωτη τοποθέτηση στο ζήτημα της νομισματικής ενοποίησης ήταν εκείνη του Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη, διανοούμενου πολλαπλώς ενσωματωμένου στο πολιτικό σύστημα.28 Σε άρθρο του ο Ιωακειμίδης θα προδιέγραφε τα ιδεολογικά πλαίσια του «εκσυγχρονισμού», προτού αυτός γιγαντωθεί ως ιδεολογία στα μέσα της δεκαετίας του 1990.29 Το άρθρο ήταν ένα κάλεσμα στην «δημοκρατική Αριστερά» να αποτινάξει την καχυποψία της στο ιδεώδες της «υπερεθνικής ολοκλήρωσης» και να προτείνει «μια συνολική πολιτική για την ευρωπαϊκή ενοποίηση» ως «εναλλακτική απάντηση [...] στην μονοσήμαντη προσέγγιση της εσωτερικής αγοράς». Μάλιστα, για να διευκολύνει την Αριστερά, ο αρθρογράφος έμπαινε στον κόπο να διατυπώσει ο ίδιος τις αδρές γραμμές αυτής της πολιτικής πρότασης. Ξεχωριστή θέση είχε και το ζήτημα της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης «με καταληκτικό στόχο την δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και τους αναγκαίους συνοδευτικούς θεσμούς (κεντρική τράπεζα κ.λπ.)» στα πλαίσια της οποίας η Αριστερά θα πρότεινε πολιτικές που θα αντιμετώπιζαν «αποτελεσματικά το μείζον κοινωνικό θέμα της ανεργίας».

Ανταποκρινόμενος στο αγωνιώδες κάλεσμα του Ιωακειμίδη, και αποδεχόμενος τον νέο ρόλο της «δημοκρατικής αριστεράς», ο Ευρωβουλευτής του Συνασπισμού Μιχάλης Παπαγιαννάκης ράπισε όσους πρότειναν αναβολή ή ειδικές ρυθμίσεις ως προς την ΟΝΕ, θεωρώντας αδιανόητο η νομισματική πολιτική να ασκείται χωριστά από τις άλλες πολιτικές της ΕΟΚ:

...μια τέτοια εξέλιξη είναι απαράδεκτη από κάθε άποψη! Αν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ήταν το εισιτήριο για την είσοδό της στον κύκλο των "αναπτυγμένων χωρών", η μη-συμμετοχή της στην ΟΝΕ θα είναι το εισιτήριο... επιστροφής στο παρελθόν.

Ως προς το ζήτημα της πολιτικής ένωσης, ο Παπαγιαννάκης έχει απόλυτη επίγνωση της σχέσης νομίσματος-κράτους:

Το νόμισμα, όπως ο στρατός και η εξωτερική πολιτική, είναι βασικά χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας. Ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα (και η αντίστοιχη νομισματική εξουσία) δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία. Δεν μπορεί να μείνει στα χέρια «τεχνικών», που θα έφταναν να έχουν κολοσσιαίες εξουσίες χωρίς πολιτικό έλεγχο – άσχετα από την κατοχύρωση της αναγκαίας και χρήσιμης αυτονομίας τους.

Προβλέπει λοιπόν την ανάδυση ενός υπερεθνικού κράτους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των οποίων η εμβέλεια «ξεπερνά τα εθνικά κράτη». Με τον θάνατο του εθνικού κράτους δεδομένο, ο Παπαγιαννάκης βλέπει ότι «η πολιτική ένωση είναι το κατάλληλο και πρόσφορο πεδίο για μια νέα ανάπτυξη της Αριστεράς... η πιο αριστερή πρόταση που γνωρίζω στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία». Στο πλαίσιο αυτό, το κοινό νόμισμα είναι το μέσον για μια υπερεθνική διακυβέρνηση, η οποία για τον Παπαγιαννάκη θα μπορούσε να είναι αριστερού προσανατολισμού, αν ήταν επιτυχής ο εισοδισμός της Αριστεράς στις φιλελεύθερες δομές της κοινής αγοράς.30

Η ώρα της αλήθειας έφτασε τον Ιούλιο του 1992 όταν, στα απόνερα του δανέζικου δημοψηφίσματος, ήλθε εσπευσμένα στην Βουλή η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο Συνασπισμός είχε προεξοφλήσει την υπερψήφιση του νομοσχεδίου από τις 18/7/1992, διατρανώνοντας έναν «σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό» και δηλώνοντας «υπέρ της πορείας προς μια Ενωμένη Ευρώπη». Η στάση του ήταν αμφίσημη, καθώς από την μία χαιρέτιζε μια συνθήκη που «απέτρεψε την αποδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και έδωσε ισχυρή ώθηση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση», αλλά από την άλλη κατακεραύνωνε μια συνθήκη που «συντάχτηκε από ομάδες τεχνοκρατών χωρίς εξουσιοδότηση από τα εκλεγμένα όργανα της Κοινότητας και τα εθνικά κοινοβούλια και προπαντός μακρυά από τους λαούς της Ευρώπης». Αναγνωρίζοντας ότι η συνθήκη ήταν ένας «συμβιβασμός ανάμεσα σ' αυτούς που θέλουν την Ευρώπη μια απλή ελεύθερη αγορά για την διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων και τις δυνάμεις που προωθούν μια Ευρωπαϊκή Ένωση με ομοσπονδιακή μορφή με ανάπτυξη της δημοκρατίας και ενίσχυση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας», επιζητούσε να «διατηρήσ[ει] τα πρώτα βήματα που έγιναν στο συμβιβασμό του Μάαστριχτ και να τα πολλαπλασιάσ[ει] προς την κάλυψη του ελλείμματος της δημοκρατίας, προς την εναρμόνιση της κοινωνικής πολιτικής στο ανώτερο επίπεδο, προς την ενίσχυση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, προς την ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική».31 Έτσι, αναπαρήγαγε την επιχειρηματολογία του 1974, συμμετέχοντας σε ένα εγχείρημα της «ελεύθερης αγοράς» για να το αλώσει εκ των έσω.

Στην συζήτηση, οι τοποθετήσεις των βουλευτών του Συνασπισμού θα ήταν ακριβείς σχεδόν αναπαραγωγές της επιχειρηματολογίας του Jean Monnet για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και των θέσεων του Λ. Κύρκου για την συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η υποστήριξη μιας Συνθήκης ουσιαστικώς νεοφιλελεύθερης συλλήψεως θα γινόταν επί τη βάσει ενός κάποιου αντιεθνικισμού.

Ο Γρηγόρης Φαράκος (σελ. 12-13) υποστήριξε ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί να έχει μέλλον στον κατακερματισμό της, στην αναζήτηση μικροταυτοτήτων [...] δεν έχουμε συμφέρον ούτε εθνικό, ούτε ευρωπαϊκό ούτε πανανθρώπινο να υποδαυλίζουμε ή να συμπαθούμε το νέο εθνικισμό, που φθάνει στους εμφυλίους πολέμους και στους αλληλοσπαραγμούς». Ως προς το δημοσιονομικό-νομισματικό σκέλος, έκρινε ότι αυτό είναι ελλιπές χωρίς την οικονομική σύγκλιση, την οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει διά της διεύρυνσης των κοινοτικών πακέτων βοήθειας, χωρίς όμως να επιχειρεί λεπτομερέστερη κριτική.

Η Μαρία Δαμανάκη (σελ. 42-45, 58-59), εκπροσωπώντας μια «ευρωπαϊκή αριστερά» διετύπωσε το όραμά της για «μια ομοσπονδιακή Ευρώπη των πολιτών και των περιφερειών [...] κοινωνική [...] οικολογική [...] χώρο μιας παράλληλης συνύπαρξης διαφορετικών εθνικών, πολιτισμικών, πνευματικών παραδόσεων [...] που χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και των εθνικών και κοινωνικών μειονοτήτων [...] Πόλο σταθερότητας [...] σ' ένα κόσμο που διαπερνάται [...] από μεγάλες εθνικιστικές, κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις». Αν και διαμαρτυρόμενη για το βιαστικό της διαδικασίας, αιτιολόγησε την υπερψήφιση από τον Συνασπισμό βάσει του σκεπτικού της δημιουργίας ενός «πολιτικού υποκειμένου» που θα απέτρεπε την «ελευθερία της αγοράς [από το να] γίνει μια ελευθερία της ζούγκλας». Προέτεινε την οικονομική και πολιτική ένωση ως μια «αναγκαστική επιλογή» σε μια εποχή «εθνικιστικών εξάρσεων» και «παγκοσμιοποίησης», ως λύση σε προβλήματα που δεν επιδέχονται «εθνικών λύσεων» και ως αντίδοτο στον «μονοπολισμό των ΗΠΑ». Και για το νομισματικό ζήτημα, ίσως το πιο κεντρικό της Συνθήκης, δεν ανέφερε ουδέν.

Παρομοίως, για τον Ανδρέα Λεντάκη (σελ. 76-78), η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελεί «πρόκληση για την ίδια την Ευρώπη, γιατί η επιθυμητή ένωσή της σε ομοσπονδιακή βάση αποτελεί την υπέρβαση των εθνών και των εθνικών κρατών. Η δημιουργία ενός υπερεθνικού κράτους αποτελεί την υπέρβαση των πατρίδων και των σοβινισμών που είναι, ή τουλάχιστον πρέπει να είναι, το ζητούμενο από τον πολιτισμό και την ιστορία». Στα πλαίσια αυτά εξυμνεί το αμερικανικό επίτευγμα του πολυεθνικού «melting pot», φτάνοντας να προτείνει την εκχώρηση και της Παιδείας στα Κοινοτικά όργανα!32

Για να μη μακρηγορώ, αναφέρω ότι στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο και με παντελή την απουσία του νομισματικού ζητήματος κινήθηκαν και οι εισηγήσεις του Φώτη Κουβέλη (σελ. 125-126) και του Λεωνίδα Κύρκου (σελ. 126-128),33 ενώ ο Μίμης Ανδρουλάκης έπαιξε με τις λέξεις ξεκαθαρίζοντας ότι το ΝΑΙ του Συνασπισμού έχει «ένα ριζικά διαφορετικό ποιοτικό περιεχόμενο» από το ΝΑΙ της κυβέρνησης (σελ. 135-137).

Αργότερα, κατά την κύρωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ο Συνασπισμός θα ανακοίνωνε ότι θα ψήφιζε «παρών», διαμαρτυρόμενος που η Ελλάδα έμενε μακριά από την Γη της Επαγγελίας της ΟΝΕ:

Η Ελλάδα έμεινε έξω από την πρώτη φάση της νομισματικής ενοποίησης και η σιωπηρή μετάθεση των στόχων του προγράμματος σύγκλισης από το 1999 στο 2001 δεν εγγυάται την είσοδό μας στη τρίτη φάση. Αντιθέτως είναι πιθανή μια παράταση των περιοριστικών πολιτικών με παράλληλη παράταση της αδυναμίας της χώρας να μπει στην ΟΝΕ με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες τόσο για την κοινωνική συνοχή όσο και για τη διεθνή θέση της χώρας.

Πιστός στο πνεύμα εσωτερικής ανατροπής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού που εγκαινίασε το ΚΚΕ-εσ το 1974, ο Συνασπισμός διατύπωνε την αξίωση να εκδιώξει τους Τραπεζίτες από την διαχείριση ενός συστήματος που οι ίδιοι σχεδίασαν (Επιτροπή Ντελόρ), ώστε να το υλοποιήσει ο ίδιος... σωστά:

Σήμερα έχει γίνει κατανοητό και σε δυνάμεις πέραν της Αριστεράς ότι η λειτουργία της Νομισματικής Ένωσης και η διαχείριση των συνεπειών της για την οικονομία και τα κοινωνικά συστήματα των κρατών μελών δεν είναι δυνατόν να αφεθούν στη δικαιοδοσία της Συνέλευσης των Τραπεζιτών».

Για τον Συνασπισμό, η ελληνική συμμετοχή στην ΟΝΕ ήταν αποτέλεσμα... λαϊκών αγώνων:34

Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, η δυσφορία ευρωπαϊκών λαϊκών στρωμάτων, οι κυβερνητικές αλλαγές σε Ιταλία και Γαλλία, οι δυσκολίες πολλών χωρών να ανταποκριθούν στο σύνολο των κριτηρίων της Συνθήκης, διαμόρφωσαν ευνοϊκό έδαφος και έδωσαν ευκαιρίες στη χώρα μας για να διαμορφώσει συμμαχίες, να αγωνιστεί για την ελαστικοποίηση των κριτηρίων, για προώθηση εξισορροπητικών πολιτικών, για μια πολιτική διαπραγμάτευση ώστε να μην αποκλειστεί από τις ομάδες των χωρών που θα συμμετάσχουν από 1/1/99 στο κοινό νόμισμα.

Μάλιστα το κείμενο της ανακοίνωσης μηρύκαζε με εκπληκτική πιστότητα τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί από την περίοδο του One market – One money για τα οφέλη της ΟΝΕ:

διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας [...] εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου [...] μείωση του κόστους των συναλλαγών λόγω της κατάργησης των προμηθειών για πράξεις σε συνάλλαγμα και λόγω της εξάλειψης του συναλλαγματικού κινδύνου [...] ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης της Ένωσης έναντι των άλλων μεγάλων εμπορικών δυνάμεων λόγω της μετατροπής του ευρώ σε διεθνές αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα πραγματοποίησης διεθνών συναλλαγών, που αντικειμενικά θα περιορίσει τη θέση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος.

Συμπερασματικά

Η επιρροή των μεγάλων ευρωπαϊκών πολυεθνικών στον σχεδιασμό και επιβολή ενός μοναδικού νομίσματος, δημιουργεί μια φαινομενική αντίφαση σε σχέση με την στήριξη που παρείχε στον ίδιο ακριβώς στόχο η αριστερή διανόηση, συχνά επιστρατεύοντας αντικαπιταλιστικά επιχειρήματα. Η αντίφαση επιλύεται αν υιοθετήσουμε τις «εκλεκτικές συγγένειες Αριστεράς και φιλελευθερισμού» που έχει διαγνώσει ο Μισεά εδώ και αρκετά χρόνια.35 Εν μέσω παγκομιοποίησης, η «μη κομμουνιστική» Αριστερά θα κατέληγε να συμπορεύεται σιωπηρά με αυτό που καταδίκαζε φωναχτά, υιοθετώντας μια διεθνιστική ρητορική που ταίριαζε απόλυτα στο διεθνές κεφάλαιο, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα του χρήματος.

Είναι άραγε αυτή η πεμπτουσία της τραγικής ειρωνείας, κατά την οποία ο ήρωας του έργου αγνοεί την πραγματικότητα; Είναι ένα τραγικό παράδειγμα κυνισμού ή, ακόμη, μια περίπτωση τραγικής αφέλειας; Πάντως κάτι το τραγικό φαίνεται να συνέβη.

Παραπομπές

1 Amy Verdun, The role of the Delors Committee in the creation of EMU: An epistemic community? 5th Biennial International Conference of the European Communities Studies Association, 1/6/1999 (διαθέσιμο στο http://aei.pitt.edu/2747/1/002721_1.PDF).

2 Βλ. π.χ., την δημοσίευση του Προέδρου της (ολλανδικής) Philips σε περιοδικό του (ολλανδικού) εκδοτικού οίκου Elsevier, που πρότεινε την ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς και νομισματική ολοκλήρωση (W. Dekker, Europe 1990: An agenda for action, European Management Journal, 1985, 3(1), 5-10. Διαθέσιμο στο http://dx.doi.org/10.1016/S0263-2373(85)80025-6).

3 Stefan Collignon, Daniela Schwarzer, Private sector involvement in the Euro. The power of ideas, Routledge, London and New York 2002, σελ. 41.

4 Collignon, Schwarzer, σελ. 43.

5 Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος, Υπέρ της ταχείας νομισματικής ενοποίησης είναι οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 4/10/1990, σελ. 38.

6 Jerôme Monod, Pehr Gyllenhammar, Wisse Dekker, Reshaping Europe. A report from the European Round Table of Industrialists, ERT, September 1991, σελ. 47-48 (διαθέσιμο στο http://www.ert.eu/sites/default/files/0128.pdf).

7 Collignon, Schwarzer, σελ. 64.

8 Collignon, Schwarzer, σελ. 74.

9 Collignon, Schwarzer, σελ. 76.

10 Ernst & Young, National Institute of Economic and Social Research, A Strategy for the ECU - Α report prepared by Ernest & Young and the National Institute for Economic and Social Research (NIESR) on behalf of the Association for the Monetary Union of Europe (AMUE), Kogan Page, London 1990, σελ. 27-29.

11 Taking stock of 9 years of euro conferences, AMUE Newsletter No. 38, January/February 1999 (διαθέσιμο από το Internet Archive στο http://web.archive.org/web/20010430221227/http://www.amue.org/publications/news/newslet.38/nl38_04.htm).

12 Bastiaan Van Apeldoorn , Transnational Class Agency and European Governance: The Case of the European Round Table of Industrialists , New Political Economy, 2000, 5(2), 157-181 (διαθέσιμο στο http://dare.ubvu.vu.nl/bitstream/handle/1871/33687/127862.pdf?sequence=1).

13 Agence Europe, No. 4728, 22/2/1988.

14 Βλ. σχετ.: Bélen Balanyá, Ann Doherty, Olivier Hoedeman, Adam Ma'anit, Erik Wesselius, Europe Inc.: Regional & Global Restructuring and the Rise of Corporate Power, Pluto Press, London (UK) & sterling (VA, USA) 2000, σελ. 49-57.

15 Stefan Collignon, Daniela Schwarzer, Private sector involvement in the Euro. The power of ideas, Routledge, London and New York 2002.

16 Πολύτιμο πρωτογενές υλικό για τις δραστηριότητες της AMUE αποτελεί το ηλεκτρονικό Newsletter που εξέδιδε και που είναι πλέον προσβάσιμο (τεύχη 13/1996 έως 52/2000) από το Internet Archive στο http://web.archive.org/web/20000823090057/http://www.amue.org/publications/news/index.html.

17 Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος, Υπέρ της ταχείας νομισματικής ενοποίησης είναι οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 4/10/1990, σελ. 38.

18 Collignon, Swharzer, σελ. 215-216.

19 Collignon, Swharzer, σελ. 212.

20 Alpha Bank, ΣΕΤΕ, ΕΒΕΑ, Κανελλόπουλος-Αδαμαντιάδης, Εμπορική Τράπεζα, Δέλτα Γαλακτοβιομηχανία, Δημητριακή, Ελαΐς, Φαμάρ, ΣΕΒ, Ελληνική Χαλυβουργία, ΕΤΕ, ΟΤΕ, Τράπεζα Πειραιώς, Μύλοι Αγ. Γεωργίου, Toyota Hellas, Unixfor, Βιοχάλκο, Fulgor Ελληνικά Καλώδια, Sulphur Hellas (http://web.archive.org/web/20000823085448/http://www.amue.org/aboutus/members/active.html).

21 Θανάσης Λυρτσογιάννης, Πληθωρισμός 7% το '95, Τα Νέα, 26/11/1994, σελ. 47.

22 Χρ. Κορφιάτης, Οι βιομήχανοι λένε ναι στο «Ευρώ», Το Βήμα, 17/12/1995, σελ. 23 (Ε7).

23 Χ. Α. Παπαδημητρίου, Το εύρο στην τσέπη μας, Το Βήμα, 5/5/1996, σελ. 18 (Ε4).

24 Πρώην Πρόεδρος του ΣΕΒ, μέλος της Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τραπέζης Βιομηχάνων (European Round Table), μέλος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου για την Νομισματική Ένωση (AMUE), Ιδρυτικό Μέλος & Επίτιμος Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ, Ιδρυτικό Μέλος & Αντιπρόεδρος της «Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία», Ιδρυτικό Μέλος της Λέσχης Επιχειρηματικότητας, μέλος του ΔΣ της «Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος», μέλος του Τιμητικού Συμβουλίου του ΕΛΙΑΜΕΠ και προσκεκλημένος της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ το 2008.

25 Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος, Αυτοπειθαρχία τώρα, για οφέλη τότε, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 26/12/1996, σελ. 42-43.

26 Νίκος Νανόπουλος, Εκτός ΟΝΕ θα υπάρξουν νομισματικές κρίσεις, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 26/12/1996, σελ. 45-47.

27 David Currie, Θα επιτύχει το Ευρώ; Δρομέας ΕΠΕ, Αθήνα Απρίλιος 1998 (ένθετο στον Οικονομικό Ταχυδρόμο της 30/4/1998).

28 Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε πρεσβευτής/εμπειρογνώμων του Υπουργείου Εξωτερικών και του Κ. Σημίτη. Υπό την ιδιότητα αυτή θα συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές διαπραγματεύσεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των Διακυβερνητικών Διασκέψεων για την επεξεργασία της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, της Συνθήκης του Maastricht για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης του Amsterdam και των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπήρξε ο εκπρόσωπος της Ελληνικής κυβέρνησης στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη σύνταξη της Συνθήκης της Νίκαιας και αναπλ. μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (Convention) για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών (ΕΚΕΜ), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΙΑΜΕΠ, μέλος του ΔΣ του ΟΠΕΚ (βιογραφικά στοιχεία από το http://www.see.pspa.uoa.gr/fileadmin/see.pspa.uoa.gr/uploads/CV_Ioakimidis.pdf).

29 Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, Μπορεί η Αριστερά να αναπτύξει μια εναλλακτική πολιτική για την Ευρώπη; Οικονομικός Ταχυδρόμος, 20/10/1988, σελ. 37-40.

30 Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Δεν οδηγούν πουθενά οι δισταγμοί και η αναβλητικότητα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 6/12/1990, σελ. 89-90.

31 Απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου για το ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ, 18/7/1992 (διαθέσιμο στο http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=12275).

32 «Η ιστορία... που είναι ένα κατ' εξοχήν ιδεολογικό μάθημα, που διαμορφώνει ιδεολογία στα πολύ μικρά παιδιά... θα είναι εχθρική προς την ενότητα της Ευρώπης όταν είναι γραμμένη με ένα[ν] εθνοκεντρικό, σοβινιστικό χαρακτήρα».

33 Υπερψήφισε την Συνθήκη ως «αριστερός πολίτης» που «τρέφεται από τα οράματα της υπέρβασης των διεθνών εθνικισμών» αλλά και «ως Έλληνας πατριώτης... φορέας μιας ατίμητης πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται στα θεμέλια των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού»

34 Ο ΣΥΝ ψηφίζει "ΠΑΡΩΝ" στη Βουλή για τη Συνθήκη του Άµστερνταµ, ΑΠΟΦΑΣΗ του Διαρκούς Συνεδρίου του Συνασπισμού, 3-5/4/1998 (διαθέσιμο στο http://www.syn.gr/downloads/diarkes98/apofasi98.pdf).

35 Ζαν Κλωντ Μισεά, Το αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ – Οι εκλεκτικές συγγένειες Αριστεράς και Φιλελευθερισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008 (2002)

Add new comment