No example of a barter economy, pure and simple, has ever been described, let alone the emergence from it of money; all available ethnography suggests that there never has been such a thing Caroline Humphrey, Barter and Economic Disintegration (1985)

Πενία τέχνας κατεργάζεται: το αναγκαστικό δάνειο του 1922

Παρότι η Ελλάδα είχε ταχθεί με το πλευρό των νικητών, ως νικήτρια δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την επιλογή της αυτή. Αν και ελληνικά στρατεύματα αναπτύχθηκαν στην Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη από το 1918 μέχρι το 1920, αυτά είχαν τον χαρακτήρα συμμαχικής δύναμης και όχι ελληνικού απελευθερωτικού στρατού. Η σθεναρή αντίσταση των Νεότουρκων δια του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), η κόπωση του ελληνικού στρατεύματος, οι διαγκωνισμοί μεταξύ των συμμάχων και οι περίπλοκες ισορροπίες που δημιουργήθηκαν απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις δεν ευνόησαν την παραμονή των περιοχών σε ελληνική κυριαρχία. Οι σύμμαχοι δεν φάνηκαν διατεθειμένοι, και η Ελλάδα δεν στάθηκε ικανή, να θέσουν σε ισχύ τα συμπεφωνημένα της συνθήκης των Σεβρών του 1920.1

Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, και έχοντας υλοποιήσει την «Μεγάλη Ελλάδα» των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, και παρά την ύπαρξη ανοιχτού πολεμικού μετώπου, ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές σε κλίμα έντονου διχασμού.2 Τις εκλογές της 1(14)/11/1920 κέρδισαν οι οπαδοί του Κωνσταντίνου, που οργάνωσαν «Δημοψήφισμα» για την επάνοδό του στον θρόνο. Θετικές ήταν οι ψήφοι στο αδιανόητο ποσοστό του 99%. Αυτή η μεταβολή επέφερε την ψυχρότητα από πλευράς συμμάχων, ενώ οι ανακατατάξεις στο στράτευμα σε καιρό πολεμικών επιχειρήσεων δημιούργησαν δυσλειτουργίες.

Η αποτυχημένη προέλαση του ελληνικού στρατού που διέταξε ο βασιλιάς το 1922 και που εκτελέσθηκε από ένα αρκετά αναμορφωμένο επιτελείο έδωσε την ευκαιρία στα Κεμαλικά στρατεύματα να εξαπολύσουν γενικευμένη αντεπίθεση, όχι μόνον κατά του ελληνικού στρατού, αλλά και εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Τον Αύγουστο του 1922 η εθνοκάθαρση που είχε ξεκινήσει με μεθοδικότητα πριν χρόνια από τους Νεότουρκους, τώρα κορυφωνόταν με την Μικρασιατική Καταστροφή· μια τραγωδία που κάποιοι ελληνόφωνοι ιστορικοί μερικές δεκαετίες αργότερα θα αποκαλούσαν «συνωστισμό»...

Καθώς το Συνδικάτο Τραπεζών αποτύγχανε με την λειτουργία του να αποδώσει το αναγκαίο συνάλλαγμα, η κυβέρνηση δοκίμασε και άλλους τρόπους προσπορισμού αυτού. Στην προσπάθεια αυτή, ο Δ. Γούναρης παρασύρθηκε σε συμφωνία με τον Βρετανό Υπ. Οικονομικών Robert Horne η οποία αφορούσε στην δυνατότητα σύναψης δανείου έως 15 εκ. στερλινών στην ανοιχτή αγορά, με αντάλλαγμα την παραίτηση από το μη εκταμιευμένο υπόλοιπο των 12 εκ. στερλινών των βρετανικών πιστώσεων (συμφωνία Γούναρη-Horne, 22/12/1921). Ουσιαστικά, η ελληνική κυβέρνηση παραιτήθηκε από μια συμβατική υποχρέωση της βρετανικής κυβέρνησης έναντι της δυνατότητας αναζήτησης δανείου στην βρετανική χρηματαγορά. Μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες συνεννόησης με την Armrstrong Bank,3 η μετανοεμβριανή κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο έχοντας απεμπολήσει τις βρετανικές πιστώσεις και έχοντας αποτύχει να συνάψει δάνειο. Η αποτυχία αυτή οδήγησε τη κυβέρνηση σε άλλη μια απόφαση έκδοσης 550 εκ. δρχ τον Φεβρουάριο του 1922.4

Όμως ο καλπάζων πληθωρισμός και η ταχύτατη υποτίμηση της δραχμής – το δολάριο είχε ήδη φτάσει στο πενταπλάσιο του αρτίου – έδειχναν το αδιέξοδο αυτής της πολιτικής. Στο σημείο αυτό ο Υπ. Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης κατέφυγε σε μια πρωτότυπη λύση με την οποία προσδοκούσε να επιτύχει την σύναψη δανείου και ταυτοχρόνως να αποφύγει την περαιτέρω αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο βιογράφος του Πρωτοπαπαδάκη, η λύση αυτή συμφωνήθηκε από τους δύο άνδρες στις 21/2/1922 και κρατήθηκε μυστική για έναν ολόκληρο μήνα πριν ανακοινωθεί στην Βουλή.5 Το βράδυ της 21/3/1922, αμέσως μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού και του νομοσχεδίου για το δάνειο των 550 εκ. δρχ, άφησε άναυδους τους βουλευτές ανακοινώνοντάς τους ένα μέτρο τόσο ριζοσπαστικό που το εξέθεσε μετά από μια αντιστοίχως πρωτότυπη εισαγωγή:6

Εἴμεθα λέγω ὑποχρεωμένοι νὰ προστρέξωμεν εἰς ἐσωτερικὸν δάνειον καὶ πρὸς τοῦτο καταθέτω σχέδιον Νόμου περὶ συνάψεως δανείου 1,500,000,000 δραχ. (Ἐπιφωνήσεις Ὤ, Ὤ, Ὤ) [...]
[Ε]ἶμαι ὑποχρεωμένος, πρὶν ἤ προβῶ εἰς περαιτέρω άνάπτυξιν τοῦ περὶ οὖ πρὸκειται Νομοσχεδίου, νὰ συμφωνήσωμεν ὅτι οὐδεὶς ἐξ μῶν δύναται νὰ ἔχῃ ἀνὰ χεῖρας στερεὸν τι, διότι, φοβοῦμαι οὐχὶ τὸν λιθοβολισμὸν, διότι δὲν ἔχετε ὑποθέτω λίθους εἰς τὰ θυλάκιά σας, ἀλλὰ τὴν διὰ στερεῶν αντικειμένων, τὰ ὁποία δύνανται νὰ εὐρεθῶσιν εἰς χεῖρας σας ἐπίθεσιν κατὰ τῆς κεφαλῆς μου.

Και αφού εξασφάλισε την ακεραιότητα του κρανίου του από τυχόν αντικείμενα που θα εκτόξευαν οι συνάδελφοί του, τους ανέλυσε ότι το δάνειο έπρεπε να βρεθεί χωρίς εκτύπωση νέου χρήματος, η οποία όχι μόνον θα απαιτούσε μήνες προετοιμασίας και έξοδα εκτυπώσεως, αλλά – το σημαντικότερο – θα πληθώριζε τόσο την κυκλοφορία που η δραχμή θα κατρακυλούσε. Εν συνεχεία, έβγαλε από την τσέπη του ένα εκατοντάδραχμο και το έκοψε στα δύο υπό την γενική θυμηδία του ακροατηρίου. Κατά την θυελλώδη συζήτηση που ακολούθησε και την οποία παρουσιάζει αρκετά εκτενώς η εφημερίδα Εμπρός, συζητήθηκε εκτενώς το ποιους βλάπτει το δάνειο. Τελικά η πρόταση ψηφίσθηκε επί της αρχής τα χαράματα της 23ης Μαρτίου με 151 έναντι 148 ψήφων,7 ψηφίσθηκε σε β' συζήτηση τα χαράματα της 25ης Μαρτίου8 και στις 25/3/1922 η κυβέρνηση εξέδωσε τον νόμο 2749, σύμφωνα με τον οποίο το χαρτονόμισμα κοβόταν στα δύο: το μισό, με την κεφαλή του Γ. Σταύρου (οι «Σταύροι»), θα ανταλλασσόταν από τον κάτοχό του με νέο χαρτονόμισμα της μισής ονομαστικής αξίας, ενώ το άλλο μισό, με το στέμμα (τα «στέμματα»), θα ανταλλασσόταν με 20ετές έντοκο γραμμάτιο με επιτόκιο 6,5%.9

Οι αντιδράσεις ποίκιλαν. Ο Οικονομολόγος Αθηνών παρότι έκρινε το μέτρο άδικο, στάθηκε απέναντί του με σχετική αμφιθυμία και δεν το τοποθέτησε καν στο πρωτοσέλιδο.10 Η Αθηναϊκή ανέφερε ότι το κοινό «εξοικειώθηκε» με το καταναγκαστικό δάνειο και ότι επικράτησε ηρεμία στην χρηματαγορά,11 περιοριζόμενη στην δημοσίευση του κειμένου του νόμου και να στηλιτεύσει τις υπουργικές σπατάλες.12 Το Σκριπ ήταν θετικό13 ενώ η Αναγέννησις των Τρικάλων το επαίνεσε.14

Αντιθέτως μύδρους εναντίον του μέτρου εξαπέλυσε το βενιζελικό Εμπρός.15 Μάλιστα, η εφημερίδα ανέφερε ότι από την επομένη της ανακοίνωσης του μέτρου οι έμποροι απέκρυπταν τα εμπορεύματά τους για να τα πωλήσουν σε υψηλότερες τιμές, πολίτες έσπευδαν στις τράπεζες για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους και να ψωνίσουν προτού διχοτομηθούν τα νομίσματα και ότι τα κέρματα γίνονταν ανάρπαστα καθώς δεν θίγονταν από την διχοτόμηση. Μάλιστα, καθώς οι έμποροι αρνούντο να δώσουν ρέστα σε κέρματα, οι πολίτες αναγκάζονταν να ψωνίζουν με ολόκληρο το χαρτονόμισμά τους.16 Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, στην β' συζήτηση του νομοσχεδίου συμπεριελήφθησαν και τα κέρματα, και το δάνειο από το 1,5 ανέβηκε στο 1,6 δισ δρχ. Η – επίσης βενιζελική – Εστία θεωρεί το δάνειο ομολογία αποτυχίας του κυβερνητικού προγράμματος.17

Το πρωτότυπο αυτό νομισματικό πείραμα έτυχε μέχρι σήμερα ελάχιστης έρευνας από τους Έλληνες ιστορικούς, καθώς μοναδική εμπεριστατωμένη μελέτη αποτελεί αυτή του Βασίλειου Τσίχλη.18 Σε αυτήν ο συγγραφέας παρουσιάζει μια εξαντλητική εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο πεντάμηνο μετά την ανακοίνωση του δανείου, τόσο μέσα από τον Τύπο της εποχής, 19 όσο και μέσω των συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση.20 Πολλές είναι οι ενδιαφέρουσες πτυχές του ζητήματος, όπως η αντιμετώπισή του από τα λαϊκά στρώματα 21 οι ισχυρισμοί για δωροδοκία των εφημερίδων22 και η παγκόσμια πρωτοτυπία του ζητήματος.23 Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου θα ασχοληθώ με τρία ζητήματα.

Μια συνέπεια της απόφασης ήταν η κατακόρυφη πτώση της αξίας των στεμμάτων. Καθώς η αξία τους δεν στηριζόταν πλέον στον νόμο – δεν ήταν πλέον χρήμα – λίγοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν να πληρώνονται σε αυτά. Αντιθέτως, μετατρεπόμενα σε ομολογίες δανείου μετατράπηκαν σε αντικείμενο κερδοσκοπίας και οι αγοραπωλησίες τους σε εκείνο το πρώτο διάστημα είχε κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Το δεύτερο αφορά στα στρώματα τα οποία επιβαρύνθηκαν περισσότερο από αυτό το αναγκαστικό δάνειο. Το ζήτημα αυτό έθεσε ο Γ. Αναστασόπουλος αμέσως μετά την κατάθεση της πρότασης του Πρωτοπαπαδάκη:24

Ἐγώ ὁ ὁποῖος εἶμαι βιοπαλαιστής, ὅ,τι ἔχω τὸ ἔχω εἰς τὸ θυλάκιόν μου, ἄλλοι τὰ ἔχουσιν εἰς τὸ χρηματοκιβώτιόν των ἤ εἰς ὁμολογίας Ἐθνικῆς Τραπέζης ἤ εἰς δάνεια ξένων κρατῶν. Αὐτοὶ δέν θὰ βαρυνθῶσι. Καὶ ἔκεῖνο τὸ ὁπ ο ῖον δὲν θὰ κάμῃ καλὴν ἐντύπωσιν εἰς τὸν λαὸν, εἶναι ὅτι θα ἴδῃ ὅτι δὲν θὰ ἐπιβαρυνθῶσιν ὅλοι ἐξ' ἴσου [ ... ] Οἱ ἔχοντες περιουσίας συγκειμένας ἐκ συναλλάγματος ἤ ἀπὸ μεταλλικὸν κλπ. οὗτοι οὐδαμῶς θίγονται, ενῶ θίγονται πάντες ὅσοι ἔχουσι φαινομενικὴν περιουσίαν εἰς χρήματα.

Πράγματι, εφόσον έμεναν στο απυρόβλητο άλλες αξίες στις οποίες μπορούσαν να επενδύσουν μόνον οι ανώτερες τάξεις (ομόλογα, μετοχές, συνάλλαγμα, μεταλλικό, ακίνη τα) το μέτρο έπληττε μόνον όσους διακρατούσαν τον πλούτο τους υπό μορφή μετρητών, δηλαδή τα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, η ελάχιστη ομολογία του δανείου οριζόταν να έχει αξία 100 δρχ. Αυτό σήμαινε ότι όσοι είχαν στα χέρια τους ποσά μικρότερα των 200 δρχ την ώρα της διχοτόμησης δεν θα μπορούσαν να συμπληρώσουν το απαραίτητο ποσό για να ανταλλάξουν τα «στέμματα» με τις ομολογίες του δανείου. Έτσι, τα χαμηλότερα εισοδήματα ήταν υποχρεωμένα να πουλήσουν όσα στέμματα είχαν στα χέρια τους σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής, προκειμένου να μη χάσουν όλο το ποσόν.

Το δεύτερο – και λεπτότερο – σημείο, το οποίο επίσης άπτεται του πρώτου, θίγεται στο άρθρο 7 περί εξόφλησης χρεών. Αυτό όριζε ότι για τρεις μήνες οι υφιστάμενες οφειλές θα εξοφλούνταν σε μικτό νόμισμα, δηλαδή «Σταύρους» και «στέμματα». Επίσης σε μικτό νόμισμα θα πληρώνονταν τα ενοίκια οικιών και καταστημάτων – αλλά όχι θερινών κατοικιών – ευνοώντας τα κατώτερα στρώματα και ζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Το άρθρο ήγειρε πλείστα νομικά ζητήματα για κάθε τύπο οφειλής τα οποία δεν θα αναλύσω εδώ στην ολότητά τους. Αντιθέτως θα επιλέξω κάποια συγκεκριμένα σημεία.

Πρώτο σημείο προσοχής είναι ότι το άρθρο εξαιρούσε τα χρέη στην αλλοδαπή – ακόμη κι αν είχαν συνομολογηθεί σε δραχμές – και την υπηρεσία των εθνικών δανείων. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση καθιστούσε το αναγκαστικό δάνειο καθαρά εθνική υπόθεση που δεν θα έβλαπτε καθόλου τους ξένους πιστωτές, επιχειρώντας έτσι να διαφυλάξει το αξιόχρεό της. Η εφαρμογή της απόφασης έφερε σε σύγκρουση τις τράπεζες και την κυβέρνηση, καθώς οι πρώτες θα ήταν υποχρεωμένες να αποδώσουν στους αλλοδαπούς τον διπλάσιο αριθμό Σταύρων, επωμιζόμενες οι ίδιες το κόστος της διχοτόμησης.25

Το δεύτερο αξιοπρόσεκτο σημείο του άρθρου αφορά στις τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες στην ουσία αποτελούν οφειλή της τράπεζας προς τον καταθέτη. Ο νόμος εισήγαγε το μέτρο της διχοτόμησης των καταθέσεων, το οποίο απήλλασσε τις τράπεζες από συμμετοχή στο δάνειο. Είναιεντυπωσιακό το ότι πέραν κάποιων προθεσμιών – οι οποίες δεν συμπεριελήφθησαν στο τελικό κείμενο26 – ο Πρωτοπαπαδάκης δεν προέβλεπε τον τρόπο διχοτόμησης των καταθέσεων, ανοίγοντας τον δρόμο για τραπεζική αυθαιρεσία.

Πρέπει να προσεχθεί το ότι την περίοδο εκείνη οι τραπεζικές καταθέσεις στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος ήταν περισσότερες από το σύνολο των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και κερματικών γραμματίων,27 που σημαίνει ότι τα ρευστά διαθέσιμα στα ταμεία των τραπεζών αντιστοιχούσαν σε ακόμη μικρότερο ποσοστό επί των καταθέσεων. Άρα οι τράπεζες δεν θα μπορούσαν να εξοφλήσουν όλες τις καταθέσεις και θα έπρεπε να επιλέξουν. Μια τράπεζα θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει να αποδώσει αυτούσια την κατάθεση ενός μεγαλοκαταθέτη – ενδεχομένως και μετόχου της – και να διχοτομήσει την κατάθεση ενός μικροαποταμιευτή.28 Μάλιστα ο Πρωτοπαπαδάκης συγκρούσθηκε με σειρά βουλευτών που υπέδειξαν αυτό το μειονέκτημα του άρθρου 7. Συγκεκριμένα, οι βουλευτές Σακκής και Ν. Στράτος υπέδειξαν την προτίμηση που θα είχανοι τράπεζες στους μεγαλοκαταθέτες, και ο Σακκής πρότεινε να μη διχοτομηθούν οι πρώτες 5-10 χιλιάδες δρχ κάθε κατάθεσης. Στο ίδιο πνεύμα ο Γ. Βαρβούτης πρότεινε την εξαίρεση των καταθέσεων ταμιευτηρίου ενώ ο Β. Χατζηηλίας πρότεινε την παρέμβαση του κράτους για τον ορισμό των καταθέσεων που θα διχοτομούνταν.29

Στο τελικό κείμενο αποφασίσθηκε πως οι τράπεζες δικαιούντο να προσκαλέσουν τους καταθέτες για να τους εξοφλήσουν, όχι κατ' όνομα, αλλά «κατ' είδος πιστωτικής σχέσεως», χωρίς να αναφέρεται κάποια προθεσμία. Έτσι, θα προσκαλούνταν πρώτα οι καταθέτες ορισμένου τύπου καταθέσεων (π.χ. προθεσμιακών)· οι καταθέτες ταμιευτηρίου – κυρίως τα λαϊκά στρώματα – θα προσκαλούνταν τελευταίοι, και μόνον αφού είχαν προσκληθεί όλοι οι άλλοι . Πράγματι, από την 1/ 4/ 1922, αφού οι καταθέτες των προθεσμιακών λογαριασμών διχοτόμησαν τις καταθέσεις τους, οι λογαριασμοί αυτοί έπαψαν να ισχύουν και οι καταθέτες έπρεπε να τους επαναδιαπραγματευτούν,30 ενώ με ψήφισμά τους οι μεγαλύτερες τράπεζες αποφάσισαν να μην διχοτομήσουν τις καταθέσεις ταμιευτηρίου ανεξαρτήτως ποσού, καθώς επίσης και να αφήσουν χωρίς διχοτόμηση όλα τα είδη καταθέσεων κάτω των 10.000 δρχ.31 Μάλιστα η ΕΤΕ δεν προχρησε σε διχοτόμηση των καταθέσεων.32

Το άρθρο 7 ήταν τόσο προβληματικό που το Υπ. Οικονομικών αναγκάστηκε να εκδώσει ερμηνευτική εγκύκλιο στις 8/4/192233 και να προβεί σε αναθεώρηση του νόμου34 λίγο μετά. Με την αναθεώρηση αφενός ορίσθηκε ως προθεσμία για την ανάληψη των διχοτομημένων καταθέσεων – καθώς και για την εξόφληση όλων των άλλων υφισταμένων οφειλών – η 20η Μαΐου, απόφαση που έθετε τέρμα στο κίνητρο της κερδοσκοπίας, αφού πλέον καμία πληρωμή δεν θα γινόταν με στέμματα. Αφετέρου, η αναθεώρηση (άρ. 2) διευκρίνιζε ότι οι τόκοι επί των στεμμάτων ανήκαν στον καταθέτη, δεδομένου ότι του ανήκαν και τα στέμματα (υπενθυμίζω ότι ο καταθέτης είναι δανειστής της τράπεζας και ότι η κυριότητα των χρημάτων παραμένει σε αυτόν). Η διευκρίνιση αυτή έθετε τέρμα στην σκόπιμη παρερμηνεία των τραπεζών, οι οποίες δεν απέδιδαν στους καταθέτες τυχόν τόκους μετά την 31/3.35

Αλλά και μετά την αναθεώρηση προέκυπταν προβλήματα με την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 7, τα οποία επιχειρήθηκε να επιλυθούν με Ψήφισμα της Συνελεύσεως της 18/5/1922,36 δηλαδή μια μέρα πριν την εφαρμογή της αναθεώρησης. Το ψήφισμα (άρ. 1) απαγόρευε στις τράπεζες να αγοράζουν υποτιμημένα στέμματα από την αγορά για να εξοφλούν τους καταθέτες τους, αλλά τις περιόριζε στα στέμματα που είχαν στα ταμεία έως την ψήφιση του νόμου και σε όσα έλαβαν για εξόφληση οφειλών.

Όμως οι τράπεζες είχαν συσσωρεύσει μεγάλο αριθμό στεμμάτων από μαζικές εξοφλήσεις υφισταμένων χρεών και υπήρχε ό φόβος ότι θα τα διένειμαν ανισομερώς σε όσους καταθέτες εμφανίζονταν μετά την λήξη της προθεσμίας, εφαρμόζοντας αυθαίρετα κριτήρια επιλογής. Έτσι, το Ψήφισμα προέβλεπε (άρ. 2) ότι οι εκπρόθεσμες πληρωμές θα έπρεπε να γίνονται μέσω της ΕΤΕ, στην οποία οι άλλες τράπεζες θα κατέθεταν το σχετικό ποσό. Αυτή η απόφαση αναβίβαζε την ΕΤΕ σε μια ανώτερη κατηγορία από πλευράς αξιοπιστίας. Παράλληλε η απόφαση θα απογύμνωνε τις τράπεζες από τα ρευστά τους κεφάλαια, ενώ θα παραβίαζε και την σχέση απορρήτου με τους πελάτες της, αφού τα σχετικά στοιχεία θα γνωστοποιούνταν σε έναν τρίτο.37 Έτσι, άλλη μια ερμηνευτική δήλωση εκδόθηκε στις 19/5/1922,38 που όριζε ότι οι καταθέσεις στην ΕΤΕ θα γίνονταν ομαδικά κατά είδος πιστωτικής σχέσεως, και όχι ανά δικαιούχο.

Από τις διαθέσιμες πηγές δεν είναι σαφές το τελικό ύψος του δανείου. Την αποτίμησή του περιπλέκει και το γεγονός ότι με διαδοχικές αποφάσεις η ανταλλαγή των «Σταύρων» παρατάθηκε μέχρι τις 31/12/1931.39 Σε κάθε περίπτωση όμως, το συνολικό ύψος δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει τα 1,3 δις δρχ δεδομένης της νομισματικής κυκλοφορίας την περίοδο αυτή.40 Οι συνέπειες του δανείου ήταν παροδικές· με ελλείμματα της τάξεως των 1,7 δισ δρχ41 το δάνειο δεν επαρκούσε έτσι κι αλλιώς, επιτάσσοντας νέες κοπές χρήματος για την κάλυψή τους – ο εξωτερικός ή εσωτερικός δανεισμός ήταν πλέον εκτός συζήτησης. Κατά συνέπεια η μείωση της νομισματικής κυκλοφορίας ήταν προσωρινή διότι η κυβέρνηση επέστρεψε τα χαρτονομίσματα στην κυκλοφορία μέσω δημοσίων δαπανών, για τις οποίες έγιναν και νέες εκδόσεις. Από το σημείο αυτό και μετά χάθηκε κάθε έλεγχος επί του συναλλάγματος καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Μ. Ασία εξελίσσονταν·η μέση τιμή του δολαρίου θα έφτανε τις 88,2 δρχ τον Δεκέμβριο του 1922, δηλαδή 17 φορές την τιμή του αρτίου.42 Η Ελλάδα, μετά από μια υπερδεκαετή πολεμική προσπάθεια, είχε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, ένα καταρρέον νόμισμα και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχε να διαχειρισθεί και την αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών προσφύγων.

Παραπομπές

1 Με την συνθήκη στων Σεβρών στις 28/7(10/8)/1920 η Δυτική και Ανατολική Θράκη περιήλθαν υπό ελληνική κατοχή, μαζί με την περιοχή της Σμύρνης, η οποία όμως παρέμενε υπό Οθωμανική κυριαρχία.

2 Είχαν προηγηθεί η απόπειρα δολοφονίας του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς (30/7/1920). Την επομένη ακολούθησαν τα «Ιουλιανά», κατά τα οποία οι βενιζελικοί προχώρησαν σε βιαιοπραγίες εναντίον στελεχών και εφημερίδων της αντιπολίτευσης. Κατά τα επεισόδια αυτά δολοφονήθηκε και ο Ίων Δραγούμης από στρατιωτικό άγημα υπό τις διαταγές του Παύλου Γύπαρη και του Εμμανουήλ Μπενάκη.

3 (α) Michael Llewellyn Smith, Ionian Vision: Greece in Asia Minor, 1919-1922, C. Hurst & Co., London 2000(1973), σελ. 244 ( β) George A. Armstrong προς Δ. Μάξιμο, 20/7/1921, ΙΑΕΤΕ Χ. Α' Δημόσια Δάνεια, φάκ. 129 (90) (αναφέρεται στο: Παντελάκης, σελ. 166).

4 Σύμβαση κράτους-ΕΤΕ κυρωθείσα δια του ν. 2855 της 9/7/1922 (ΦΕΚ 116, 16/7/1922, σελ. 543-544).

5 Όπως μαρτυρεί ο Γούναρης, σε κατ' ιδίαν συζήτηση μετά το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Πρωτοπαπαδάκης του είπε: «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεπτά». Κατόπιν έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα κατοστάρικο και το έκοψε στα δύο εμπρός στα έκπληκτα μάτια του Πρωθυπουργού. (Αλέξανδρος Α. Οικονόμου, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης 1859-1922 – Ένας άνθρωπος και μια εποχή, Αθήνα 1972, σελ. 460-461).

6 (α) Γ. Κ., Η χθεσινή βόμβα εις την Συνέλευσιν , Εμπρός, 22/3/1922, σελ. 1-2. (β) Επίσης βλ. Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ', Συνεδρίαση ΟΓ', 21/3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 1959-1966.

7 (α) Και λαχειοφόρον το δάνειον – Δύο τροπολογίαι του Υπουργού, Εμπρός, 23/3/1922, σελ. 4. (β) Επίσης βλ. Επίσης βλ. Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ' , Συνεδρίαση ΟΕ', 22/3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 2039-2053.

8 Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ', Συνεδρίαση ΟΖ', 25/3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 2093-2107.

9 ΦΕΚ 43, 25/3/1922, σελ. 201-203.

10 Μιχαήλ Αιλιανός, Το αναγκαστικόν δάνειον, Οικονομολόγος Αθηνών, 28/3/1922 (217), σελ. 3-4.

11 Αθηναϊκή, 24/3/1922, σελ. 6.

12 Αναπληρωτής, Αι θυσίαι απαιτούν ισότητα , Αθηναϊκή, 25/3/1922, σελ. 1.

13 Το αναγκαστικόν δάνειον των 1.500 εκατομμυρίων, Σκριπ, 22/3/1922 (7239), σελ. 1. (β) Διά το κράτος και το Έθνος του, Σκριπ, 23/3/1922 (7240), σελ. 1.

14 (α) Το εσωτερικόν δάνειον, Αναγέννησις, 24/3/1922, σελ. 1. (β) Χρονικά – Το δάνειον, Αναγέννησις, 26/3/1922, σελ. 1.

15 Όχι εις αυτήν την κυβέρνησιν, Εμπρός, 22/3/1922, σελ. 1.

16 Μετά την βόμβαν της Κυβερνήσεως η συγκίνησις και η κατάπληξις του κόσμου, Εμπρός, 23/3/1922, σελ. 2.

17 Το δάνειον, Εστία, 22/3/1922 (9898), σελ. 1.

18 Βασίλειος Σ. Ε. Τσίχλης, Μικρασιατική εκστρατεία και αναγκαστικό δάνειο , Νόβολι, Αθήνα 2010.

19 Τσίχλης, σελ. 154-263.

20 Τσίχλης, σελ. 385-458.

21 Τσίχλης, σελ. 345-349.

22 Τσίχλης, σελ. 328.

23 Τσίχλης, σελ. 312-319.

24 Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ' , Συνεδρίαση ΟΓ', 21/3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 19 65 -1966.

25 Τσίχλης, σελ. 293.

26 Τσίχλης, σελ. 284.

27 Ενδεικτικά, στις 31/12/1921 κυκλοφορούσαν 2,55 δισ δρχ σε τραπεζογραμμάτια και κερματικά γραμμάτια, ενώ το σύνολο των καταθέσεων ανερχόταν σε 3,05 δισ δρχ. Δηλαδή το άνοιγμα ήταν της τάξεως των 500 εκ δρχ.

28 Τσίχλης, σελ. 285.

29 Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ', Συνεδρίαση ΟΕ', 2 3 /3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 2045-46.

30 Τσίχλης, σελ. 295.

31 Ανακοίνωση της 27/4/1922 (Τσίχλης, σελ. 540-541).

32 Εμπρός, 18/5/1922 (αναφέρεται στο Τσίχλης, σελ. 524-525).

33 Σκριπ, 13/4/1922, (αναφέρεται στο Τσίχλης, σελ. 515-519).

34 Ν. 2767 της 19/5/1922 (ΦΕΚ 74, 19/5/1922, σελ. 306).

35 Τσίχλης, σελ. 295-296.

36 Ψήφισμα της Γ' εν Αθήναις εθνικής Συντακτικής Συνελεύσεως περί ερμηνείας του άρθρου 7 εδαφ. 6 του νόμου 2479 (ΦΕΚ 74, 19/5/1922, σελ. 305).

37 Τσίχλης, σελ. 298-299.

38 Τσίχλης, σελ. 533.

39 Τσίχλης, σελ. 364.

40 2,55 δις δρχ στα τέλη του 1921, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα τραπεζογραμμάτια και κερματικά γραμμάτια.

41 Ο Πρωτοπαπαδάκης είχε προϋπολογίσει τακτικά και έκτακτα ελλείμματα ύψους 1.678 εκ. δρχ (Πρακτικά της Γ' εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (1920-1921-1922), Τεύχος Γ', Συνεδρίαση ΟΓ', 21/3/1922, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1922, σελ. 1955-1966 ).

42 Θάνος Βερέμης, Κώστας Κωστής, Η Εθνική Τράπεζα στη Μικρά Ασία, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984, σελ. 83, 118.

Add new comment