Κατά κανόνα, οι σημερινοί οικονομολόγοι δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν την ιστορία του χρήματος. Είναι πολύ ευκολότερο να την φανταστούν και να υποθέσουν τις αρχές αυτής της φανταστικής γνώσης Alaxander del Mar, A History of monetary systems (1901)

Τι είχε καταλάβει ο Αντώνης Σαμαράς από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ΟΝΕ (το 1993);

Οι προγραμματικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1993 – μετά την επανεκλογή του στην πρωθυπουργία – αιφνιδίασαν την φιλελεύθερη παράταξη που βρέθηκε να υπερφαλαγγίζεται στο φιλελεύθερό της πρόγραμμα. Ταυτοχρόνως, με την έμφασή τους στην περιοριστική πολιτική, καθησύχασαν την κοινοτική γραφειοκρατία, που είδε ότι η δέσμευση της Ελλάδας στους όρους του Μάαστριχτ και στην ΟΝΕ δεν παρεξέκλινε της πορείας που είχε προδιαγράψει η κυβέρνηση της ΝΔ.

Στην σχετική συζήτηση που έγινε στην βουλή αναδείχθηκαν όλες αυτές οι αντιφάσεις. Από την συζήτηση αυτή ενδιαφέρον έχουν και οι τοποθετήσεις του Α. Σαμαρά, τότε αρχηγού της Πολιτικής Άνοιξης. Το ενδιαφέρον αυτό δεν έγκειται τόσο στην απόσταση που χωρίζει τις θέσεις αυτές – τότε – από την πολιτική που εφαρμόζει – σήμερα – ως πρωθυπουργός· άλλωστε άλλαξε θέσεις πολύ πιο δραστικά σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, μετατρεπόμενος εν μία νυκτί από δριμύς κατήγορος σε διαπρύσιο οπαδό.

Όχι, το ενδιαφέρον δεν έγκειται τόσο στην συνεχή αλλαγή θέσεων, που άλλωστε συνιστά συνταγή πολιτικής επιβίωσης, ειδικά στην Ελλάδα όπου κανείς χώρος δεν έχει ένα μακροπρόθεσμο όραμα που να δεσμεύει την πολιτική του. Το ενδιαφέρον σημείο που αναδεικνύουν οι τοποθετήσεις αφορά περισσότερο στην έλλειψη κατανόησης των επαγγελματικών πολιτικών στο ζήτημα του χρήματος. Άλλωστε ο Α. Σαμαράς έχει οικονομικό υπόβαθρο, οπότε βρίσκεται σε ακόμη πιο μειονεκτική θέση σε ό,τι αφορά στην κατανόηση νομισματικών ζητημάτων.

Παραθέτω κάποια αποσπάσματα από την εκτεταμένη ομιλία του (έμφαση δική μου), προειδοποιώντας ότι λόγω εσωτερικών αντιφάσεων είναι δύσκολο να εξαχθεί κάποια συνεκτική άποψη:1

Η Χώρα μας [...] είναι χρήσιμο να χαράξει, κατά την άποψή μας, την ακόλουθη πολιτική: [...] [Χ]ρειάζεται πρόληψη της νομισματικής πορείας των δύο ταχυτήτων και επιμονή στους όρους του Μάαστριχτ.

[...]

Η δέσμευση από τον κ. Παπανδρέου όλων σχεδόν των οικονομικών πολιτικών, δηλαδή της συναλλαγματικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, στην προώθηση της σταθεροποίησης, συνεπάγεται την πλήρη αδυναμία πραγματοποίησης των στόχων ανάκαμψης και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Πρόκειται ουσιαστικά για συνέχιση της πολιτικής της σκληρής δραχμής που εγκαινίασε το ΠΑΣΟΚ το 1988. Δηλαδή ξαναδίνετε, κύριε Πρόεδρε της Κυβέρνησης, αποκλειστικό ενδιαφέρον στη μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων

[...]

Η οικονομία έχει χάσει το δυναμισμό της. Οι όροι του Μάαστριχτ αντί για πρόκληση ευθύνης, έχουν εξελιχθεί σε απειλή υποβάθμισης μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Όλοι ζουν στην ασφυξία της κρίσης. Η αγορά γνωρίζει πρωτοφανή πίεση. Καμιά παραγωγική μονάδα δεν είναι ευχαριστημένη. Οι κατώτερες εισοδηματικές τάξεις, λόγω της λιτότητας, παλεύουν στο όριο της αντοχής τους, ενώ οι μεσαίες τάξεις βλέπουν το εισόδημά τους να εξαφανίζεται.

[...]

Η διαρκής, όμως, λιτότητα έχει εξελιχθεί σε χρόνια ασθένεια της ελληνικής οικονομίας. Ταλαιπωρεί τον πολίτη και δεν προσφέρει την ελάχιστη υπόσχεση ότι τελικά οι θυσίες του θα έχουν αποτέλεσμα. Η μόνη συνέπειά της είναι η αναπαραγωγή του συνεχούς φαύλου κύκλου του νέου δανεισμού για την κάλυψη των παλαιών ελλειμμάτων. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί αποτελούν ουσιαστικά επιταγές με αμφίβολο αντίκρυσμα, επειδή οι πιστώσεις τους εξαρτώνται πάντα από την εύνοια των ξένων δανειστών και την αντοχή των μισθωτών στις φοροεπιδρομές της κάθε κυβέρνησης.

[...]

Οι προτεραιότητες, η στρατηγική και το μείγμα της οικονομικής πολιτικής παραμένουν αμετάβλητα. Η δέσμευση του κυρίου Πρωθυπουργού για συνέχιση της πολιτικής της "σκληρής δραχμής" εκδίδει δεύτερη καταδικαστική απόφαση για την οικονομία.

[...]

Ως προς το συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής που εξήγγειλε ο κύριος Πρωθυπουργός, επισημαίνουμε ιδιαίτερα τα εξής: Πρώτον, συνεχίζεται η πολιτικής της "σκληρής δραχμής". Δεν αντιμετωπίζεται, συνεπώς, το κρίσιμο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής. Με τα κυβερνητικά μέτρα θα απαιτηθεί τουλάχιστον μια 10ετία και θα εξακολουθήσουμε να χάνουμε αγορές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, να δημιουργούμε καινούριες υπερχρεωμένες και προβληματικές επιχειρήσεις, να χαρίζουμε ευκαιρίες απασχόλησης σε ξένους ανταγωνιστές μας και να καταδικάζουμε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νέους, στην ανεργία. Διότι πώς -όπως μας δήλωσε ο κύριος Πρόεδρος- θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας μας όταν δεν γίνονται επενδύσεις; Και πώς θα γίνουν επενδύσεις με τέτοια υψηλά πραγματικά επιτόκια που επιβάλει η πολιτική της "σκληρής δραχμής";

[T]α σημερινά υψηλά επιτόκια στην αγορά [...] αντικατοπτρίζουν [...] την ασφάλεια που ζητάει ο δανειστής σε δραχμές, από το δανειζόμενο, για να κατοχυρωθεί μελλοντικά από την υποτίμηση της δραχμής, που αφύσικα βρίσκεται στη ζώνη των "σκληρών" νομισμάτων. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Γι' αυτό και εμείς απορρίπτουμε την ευθεία υποτίμηση και προτείναμε ήδη την επιθετική και προγραμματισμένη διολίσθηση της δραχμής.

[...]

Τέταρτον, δεν προωθείται η δημοσιονομική προσαρμογή προς τους όρους του Μάαστριχτ. Τα μέτρα περιστολής της φοροδιαφυγής -όπως αυτά που εξήγγειλε η Κυβέρνηση- έχουν περιορισμένη απόδοση, με δεδομένες μάλιστα και τις συνθήκες μειωμένης φοροδοτικής ικανότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

[...]

Συμπερασματικά, η οικονομική πολιτική της νέας Κυβέρνησης δεν είναι μόνο αντιλαϊκή και αναποτελεσματική, αλλά ανατρέπει και τον εθνικό στρατηγικό στόχο του ευρωπαϊκού οράματος, επειδή μας οδηγεί σε συνεχή πραγματική και ονομαστική αποσύγκληση [sic] σε σχέση με την ΕΟΚ.

Αυτό που – κατά τη γνώμη μου – είναι το πλέον εντυπωσιακό είναι η επιλεκτικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι πρόνοιες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μιας συνθήκης που έθετε ως ξεκάθαρους στόχους την νομισματική ένωση με ένα σταθερό και σκληρό νόμισμα και τα μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ενώ λοιπόν ο εν λόγω φιλελεύθερος πολιτικός αρχηγός εγκρίνει ολόψυχα τους όρους του Μάαστριχτ και την «δημοσιονομική προσαρμογή», επικρίνει την κυβέρνηση για την εμμονή στην «σκληρή δραχμή», το «αποκλειστικό ενδιαφέρον στη μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων» και την χρόνια λιτότητα.

Ενώ υπερψήφισε και στηρίζει μια συνθήκη που αποσκοπεί στην σύσταση μιας νομισματικής ένωσης με χώρες όπως η Γερμανία και απεύχεται μια «νομισματική πορεία των δύο ταχυτήτων», ταυτόχρονα κρίνει ότι η δραχμή «αφύσικα βρίσκεται στη ζώνη των "σκληρών" νομισμάτων», συνιστώντας «την επιθετική και προγραμματισμένη διολίσθηση της δραχμής».

Αφενός, ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν ιδιαιτέρως θαρραλέο – ίσως και «λεβέντικο» – λαμβάνοντας υπόψη την εχθρότητα που έτρεφαν τότε η  κοινοτική γραφειοκρατία και οι βόρειοευρωπαϊκές χώρες προς τις «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις». Αφετέρου θα ήταν αντίθετο προς τον ίδιο τον εκπεφρασμένο στόχο της ΟΝΕ – που αγκάλιαζε και ο ίδιος ο Α. Σαμαράς – δεδομένου ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ απαγόρευε σημαντικές υποτιμήσεις για τουλάχιστον μια διετία πριν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.

Το πιο κρίσιμο σημείο αυτής της τοποθέτησης είναι η χρόνια έλλειψη κατανόησης των πολιτικών για νομισματικά ζητήματα, πέρα από μια βραχυπρόθεσμη μικροδιαχείριση – η οποία έληξε και αυτή με την ΟΝΕ. Ο Α. Σαμαράς, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι συνάδελφοί του – πέραν της ειδικής εξαίρεσης του ΚΚΕ – αδυνατούσαν να κατανοήσουν τις συνέπειες του κειμένου που συνέταξε η Επιτροπή Ντελόρ το 1989 και που αποτέλεσε το εκμαγείο της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Δεν είναι απλώς ότι συνέχιζαν να διατυπώνουν νομισματικές πολιτικές αντίθετες προς το νέο πλαίσιο που μόλις είχαν υπερψηφίσει. Δεν συνειδητοποιούσαν ότι, στο πλαίσιο αυτό, η διατύπωση νομισματικών πολιτικών ήταν κάτι που απλούστατα δεν τους επιτρεπόταν.

Παραπομπές

1 Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής, Η’ Περίοδος (Προεδρευομένης Δημοκρατίας), Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΣΤ', 25/10/1993 (διαθέσιμα στο http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/25101993.doc).

Προσθήκη νέου σχολίου